Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Υπόγειο

Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι

Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο

Ρίτα Μπουμή-Παπά

H μοίρα μας

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τ’ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…
Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γι’ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους
Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γι’ αυτούς ξενυχτούμε σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα
Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου
Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε ν’ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους
Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.
Ρίτα Μπουμή-Παπά

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Έρωτας της ενοχής

Έρωτας της ενοχής
Ή μήπως
Ενοχή του έρωτα
Όταν κατανικήσεις
Τη δειλία της παραδοχής
Θα λες τα πράγματα
Με τ’ όνομά τους
Θα βρεις τον τρόπο
Να στηρίξεις επιτέλους
Μια δίκαιη θέση

Κλείτος Κύρου

Ώρα βουβή

Στάχτη στα πόδια, στάχτη στα μαλλιά
Και της Ραχήλ αντιλαλούν οι θρήνοι
Μαύρες χλαμύδες φόρεσαν οι κρίνοι
Κι ατέλειωτα ανεβαίνουμε σκαλιά.
Μας δολοφόνησαν τις Εποχές
Και τις κρεμάσαν σ’ ένα κυπαρίσσι.
Τη θλίψη μας ποιος θα την ιστορήσει,
Που να γυρνούν οι πρώτες μας ιαχές;
Στον ύπνο μας φωλιάζει ολονυχτίς
Αλλάζοντας μορφές ο μανδραγόρας,
Κι από τα χέρια φεύγουν της Πανδώρας
Τα στυγερά λεπίδια της οργής.
Στις φλέβες στάχτη, στάχτη στα μαλλιά
Κι η ώρα της απόφασης σιμώνει.
Ερωτηματικό σκληρό μας ζώνει
Που όσο πάει γίνεται θηλιά.

Κλείτος Κύρου

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Απόψε


Απόψε δεν υπάρχουν
νεώτερα απ’ το μέτωπό μου
κανείς δεν έθεσ’ επ’ αυτού τα χείλη του
ίσως μεθαύριο γραφτεί ο θάνατός μου
εντός του στήθους φέρω βόμβα εγκαιροφλεγή
όπου και να ΄ναι θα εκραγεί

Κώστας Ταχτσής

Επίγραμμα σ'αυτόχειρα


Πήρε μια σφαίρα και τη φύτεψε
σε μια γλάστρα άδεια
του ’χανε πει ο θάνατος
βγάζει ωραία λουλούδια.

Κώστας Ταχτσής

Ο καιόμενος


Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Τάκης Σινόπουλος

Οι γάτες των φορτηγών


Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.

Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
- αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά -
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.

Νίκος Καββαδίας

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Διδασκόμενοι τα Σχήματα (1)

Πέντε φοιτητές
με λευκές κοντές ιατρικές ποδιές,
με τσέπες γεμάτες κάρτες σημειώσεων,
με μεταλλικές διχάλες διαπασών (2),
μ’ ολοκαίνουργια στηθοσκόπια.
Απαιτώντας τη συγκατάθεση των ασθενών
εφαρμόζουμε μ’ ένα ξερό κρότο τα λαστιχένια γάντια,
αλείφουμε τους δείκτες μας με ζελ Κ-Υ,
τους αναποδογυρίζουμε, ανοίγουμε τα σκέλη τους
και μετά εισδύουμε κατά μόνας, ένας προς έναν
για να διδαχθούμε τα ένδον σχήματα:
λείο κάστανο, μαλακό πορτοκάλι,
πέτρα σε λασπωμένο χωράφι.
Αφού σφουγγίσουμε το ζελ
πλένουμε επιμελώς τα χέρια μας,
τα δάκτυλά μας, τόσο ευαίσθητα, όταν ψηλαφούμε
όπως ενός τυφλού μουσικού των μπλουζ
που ακούει την κάθε νότα
μια ελάχιστη στιγμή πριν
αγγίξει την κουρδισμένη ατσάλινη χορδή.

1. Το ποίημα αναφέρεται στην ιατρική πράξη της δακτυλικής εξέτασης του προστάτη.
2. Ιατρικό όργανο για την εξέταση της ακοής.

Richard Berlin

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Του λυπημένου

Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.
Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.

Χρήστος Μπράβος

Νανούρισμα

Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.΄

Χρήστος Μπράβος

Άστρα

Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).

Χρήστος Μπράβος

Μήκος χρόνου

Στον Μιχάλη Γκανά

Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ‘ρχεται απ’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης

Χρήστος Μπράβος

Οικογενειακό νεκροταφείο

Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους

Χρήστος Μπράβος

Ρήμαγμα


Τις παγωμένες νύχτες,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σ' αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμα να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρά σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

Τις παγωμένες νύχτες,
ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;

Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Άτιτλο

Κάποτε θα τελειώσουν όλα αυτά.
Και θα λέμε ότι τουλάχιστον προσπαθήσαμε.
Ότι δεν ήρθαμε άδικα στη ζωή.
Ότι δε γίναμε άδικα βάρος στη γη.
Ότι κάτι αφήσαμε πίσω μας.
Και θα’ χουμε ρυτίδες στα πρόσωπα.
Κάθε ρυτίδα και μια χαρακιά.
Για κάθε στιγμή αγωνίας.
Για κάθε αιωνιότητα μοναξιάς.
Όσοι φοβούνται τις ρυτίδες,
φοβούνται το παρελθόν τους,
το ανούσιο παρόν τους,
το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους.
Μισούν τον εαυτό τους. Αυτό που γίνονται.
Ο χρόνος αφήνει τα σημάδια του.
Κι εμείς θα τα φέρουμε περήφανα.

Τάσος Θεοφίλου

Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα


Όταν κοιτάζω και ξανακοιτάζω αυτή την πολυχρωμία του κόσμου, όταν παρατηρώ και ξαναπαρατηρώ, όταν χαμογελώ, όταν ξελογιάζω, όταν κλαίω ελπίζω, φοβάμαι, απολαμβάνω, χάνω – τότε συγκεντρώνω όλη την ακτινοβολία σε ένα Σύνολο, τότε χαίρεται η ψυχή μου, χτυπά και βουίζει το αίμα μου ανάβει το πάθος μου.
Δική μου, τι θέλει να πεί αυτή η λέξη; Δεν είναι αυτό που κατέχω είναι αυτό που ανήκω, που περιέχει ολόκληρη την οντότητα μου, που είναι τόσο δικό μου όσο είμαι δικός του.

Soren Kierkegaard


Το Παιχνίδι της Τυφλόμυγας


Η αναγγελία της Γιορτής της Τυφλόμυγας από το Δημόσιο Ταξιθέτη έγινε δεκτή με κάποια δυσπιστία στην αρχή, αλλά στη συνέχεια με ανυπόκριτο ενθουσιασμό, επειδή όλα τα παιχνίδια, εκτός από το κυνηγητό -ιδιαίτερα το κρυφτό κ ο πετροπόλεμος-, είχαν απαγορευτεί εδώ κ πέντε χρόνια.

Οι κανόνες ήταν σχετικά απλοί: οι φιλόνομοι πολίτες έπρεπε να φορέσουν σκούρο πανί στα μάτια κ να αμολυθούν στους δρόμους παίζοντας τυφλόμυγα.

‘Όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα δεν έμεινε ούτε ένας να μη φόρεσε μαντίλι. Όσοι αρνήθηκαν, όπως ο Μενέλαος ο οφθαλμίατρος για παράδειγμα, που ήθελε σώνει κ καλά να παίξει πετροπόλεμο, έφαγαν κάμποσες γονατιές στα αχαμνά, μπούκωσαν αίμα κ άλλαξαν γνώμη.

Η επιτυχία του παιχνιδιού ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Πολύχρωμα ποτάμια κόσμου πλημμύρησαν πλατείες, δρόμους, πάρκα, γήπεδα, νταμάρια, ουρητήρια, αλάνες, αδιέξοδα κ γενικά όλους τους δημόσιους χώρους.

Αρχιμανδρίτες κ φαντάροι κυνηγούσαν αστρονόμους, χειρομάντες κ ζαχαροπλάστες πασπάτευαν λοστρόμους κ αυστηροί ειρηνοδίκες έβαζαν χέρι σε ξεμαλλιασμένες ταξιθέτριες με κοντά καλτσάκια..

Ξαναμμένοι, λαχανιασμένοι, αλαλιασμένοι από συγκίνηση, έτρεχαν όλοι από χίλιες μεριές, σκοντάφτοντας κάθε τόσο σε ματωμένα κράνη κ διαμελισμένα πτώματα ποιητών.

Γέλια, σφυρίγματα, ποδοβολητά κ χαρούμενες φωνίτσες. Ακούστηκαν βέβαια κ μερικά σκουξίματα όπως του Μενέλαου, που πήγε να κάνει ματάκι κ του φόρεσαν ζουρλομανδύα, οι περισσότεροι φιλόνομοι πολίτες όμως, ιδιαίτερα οι εφαψίες, διασκέδασαν με την ψυχή τους.

Κατά τις έξι, ξεθεωμένοι κ εξαντλητικά ψυχαγωγημένοι, περίμεναν οι παίχτες να ακούσουν το σφύριγμα της λήξης, όταν τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν ότι απαγορεύεται να βγάλουν τα μαντίλια, επειδή κατόπιν επισταμένων μελετών οι ειδικοί των επιχορηγούμενων ερευνητικών κέντρων είχαν διαπιστώσει ότι οι κερατοειδείς χιτώνες των κατοίκων είχαν καταπονηθεί από τα έντονα φώτα των απατηλών διαφημίσεων κ τα δυσανάγνωστα στοιχεία των κακοτυπωμένων προκηρύξεων. Μια περίοδος εθελοτυφλίας ήταν απαραίτητη για ν’ αποτραπεί το ενδεχόμενο ανεπανόρθωτης βλάβης στην όρασή τους.

Διακεκριμένος οφθαλμίατρος, που επιβεβαίωσε τη μαζική αυτή διάγνωση με στατιστικά στοιχεία κ παραπομπές στη βιβλιογραφία της Μεγάλης Άρκτου, διορίστηκε αυθημερόν Υπουργός Οφθαλμαπατών. Υποδεέστεροι οφθαλμίατροι όπως ο Μενέλαος για παράδειγμα, που διατύπωσαν ορισμένες αντιρρήσεις, γλίστρησαν στη σκάλα του φρενοκομείου, υπέστησαν πολλαπλά κατάγματα κ το Πρώτων Βοηθειών, που τους διαμετακόμιζε στο παρθεναγωγείο για να επιλέξουν νοσοκόμα, έπεσε στο γκρεμό επειδή, ο σοφέρ δεν είχε συνηθίσει να οδηγεί με διπλό μαντίλι στα μάτια…

Έγινε βέβαια κάποιο σούσουρο, ακούστηκαν κάτι ριπές, κάτι άριες, κάτι υστερικές κραυγές, κάτι «οχ!» κ «μη!» κ «άντε από κει» κ «έλα Χριστέ μου!», αλλά όλες τούτες οι παραφωνίες πνίγηκαν στα τροπάρια, τις ψαλμωδίες κ τα συναρπαστικά θούρια που ξεχύνονταν από τα μεγάφωνα.

Σιγά σιγά οι υπήκοοι εξοικειώθηκαν με τη νέα τους κατάσταση. Μερικοί μάλιστα προτιμούσαν χίλιες φορές να βλέπουν τηλεόραση ή να επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις φορώντας τα μαντήλια. Άλλοι, πάλι, διανοούμενοι αυτοί, υποστήριξαν ότι επετεύχθη επιτέλους η επιθυμητή ισότης μεταξύ αόμματων κ οξυδερκών, ένα δίκαιο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας, κ ένας θρησκευτικός ηγέτης κήρυξε από του άμβωνος ότι η παρούσα κατάσταση προσφέρει στους πιστούς αλλά κ στους αναξιόπιστους μια σπάνια ευκαιρία για ενδοσκόπηση, άσε που πλήττει θανάσιμα τους οφθαλμοπόρνους.

Μερικοί, αθεράπευτα αισιόδοξοι αυτοί, περίμεναν με συγκινητική όντως υπομονή να ξημερώσει η ευλογημένη μέρα που θα μπορούσαν να βγάλουν επιτέλους τα μαντίλια κ με ξεκούραστα μάτια να ατενίζουνε το μέλλον.

Οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν με το χειρότερο τρόπο όταν το Υπουργείο Οφθαλμαπατών ανακοίνωσε ότι η κατάσταση μονιμοποιείται, επειδή βάρβαρες ορδές τεράτων είχαν ενσκήψει από τη Μεγάλη Άρκτο. Τα ευδιάκριτα αυτά τέρατα κυκλοφορούσαν ασύδοτα στις αρτηρίες της πολιτείας. Αν τα έβλεπαν οι κάτοικοι κινδύνευαν να τυφλωθούν από τις ακτίνες που τίναζαν τα ματωμένα του ρουθούνια.

Η επόμενη ανακοίνωση ήταν ακόμα πιο καθησυχαστική.: από εδώ κ πέρα, για καλό κ για κακό, μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου, ο Δημόσιος Ταξιθέτης θα φορούσε σε κάθε νεογνό ένα μαύρο βελούδινο μαντίλι, δωρεάν προσφορά του κράτους. Αυτό επιβάρυνε βέβαια τον προϋπολογισμό, αλλά υπήρχα βάσιμες ελπίδες ό,τι σύμφωνα με τους αναθεωρημένους νόμους της κληρονομικότητας, μετά από γενεές τα μωρά θα άρχιζαν να γεννιούνται με μεμβράνη στα μάτια , απαλλάσσοντας το Δημόσιο από περιττές δαπάνες.

Αυτή τη φορά σχεδόν κανείς δεν αμφισβήτησε την αλήθεια των λεγομένων. Όσο για τους ελάχιστους δύσπιστους που διατύπωσαν αντιρρήσεις κ υπέβαλαν ερωτήσεις, επειδή θυμήθηκαν το μακαρίτη το Μενέλαο, που τους τα ‘λεγε αλλά δεν τον άκουγαν, κανείς δεν είδε τι απόγιναν –πώς να δει άλλωστε;…

Η οικονομία της χώρας όχι μόνο προσαρμόστηκε αλλά κ ωφελήθηκε από την ιδιόρρυθμη αυτή κατάσταση –ιδιαίτερα ο τουρισμός. Πλήθη αλλοδαπών συνέρρεαν στη χώρα κ χάζευαν, φωτογράφιζαν, έβγαζαν τη γλώσσα κ θαύμαζαν τους κατοίκους που είχαν μάθει να εργάζονται, να παίζουν ποδόσφαιρο, να παζαρεύουν, να ελίσσονται κ να ερωτοτροπούν με μαντίλια τυφλόμυγας στα μάτια. Μερικοί μάλιστα είχαν την ευκαιρία να δουν κ τα έρποντα τέρατα που κυκλοφορούσαν στο δρόμο κ επόπτευαν τους μαντιλοφόρους.

Από τη συλλογή του "Ερωτευμένου Πυροσβέστη"
Ευγένιος Τριβιζάς

Η άλλη Βαβέλ



Και ο καθένας μιλούσε τη δική του γλώσσα. Κι είχε ο καθένας τη δική του φωνή. Κι έχτιζαν οι γιοι του ανθρώπου έναν πύργο που η κορυφή του θ’ άγγιζε τον ουρανό.

Δεν είχαν ανάγκη να μιλούν για να συνεννοούνται: τα μάτια καθρέφτιζαν τη σκέψη τους. τα δάκρυα την απογοήτευση, οι ρυτίδες την κούραση, τα χαμόγελα την ικανοποίηση τους. Δούλευαν σιωπηλά, αρμονικά. Και ο πύργος υψωνόταν.

Και ο Προγραμματιστής κατέβηκε να δει τον πύργο που είχαν χτίσει οι γιοι του ανθρώπου. Και τους έκανε να μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, έτσι που να εννοεί ο ένας τα λόγια του άλλου.

Άρχισαν τότε να γεύονται τις λέξεις, να πείθουν, να μεταπείθουν, να διαφωνούν, ν’ αντιγνωμούν για το χρονοδιάγραμμα, τους σκοπούς, το ρυθμό, τους στόχους. Άρχισαν να δυσφορούν, ν’ αναθεωρούν, να δημηγορούν, να κατηγορούν. Χωρίστηκαν σε ομάδες εχθρικές.

Όπλα έγιναν τα εργαλεία. Πολλοί σκοτώθηκαν. Δε χτίστηκε, ποτέ δε θα χτιστεί ο πύργος.

Από τη συλλογή του "Ερωτευμένου Πυροσβέστη"
Ευγένιος Τριβιζάς