(απόσπασμα)
Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν. Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πηρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου. Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και τού βαπτιστηρίου τού Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυία του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει. Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
(μτφ. Παύλος Ζάννας)
Marcel Proust