Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Ἐπιτάφιος

(ἀποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;
ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
...
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Λέγοντας πέτρες


Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή-αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
…χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο·
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.

Έκτωρ Κακναβάτος

Πάσχα στο φούρνο


Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τί φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.
Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.

(Από τη συλλογή "Ενός λεπτού μαζί")
Κική Δημουλά

Οδός Αβύσσου αριθμός 0

(απόσπασμα)
... Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. ∆ιαβάζεται µόνο µες
στα µάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην
αρχή, ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές... Στην αρχή, γιατί
αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόµειναν
µόνο οι σκύλοι -µε το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους
καρβουνοσωρούς τις οιµωγές τους, σα µαύρους χρησµούς που έβγαιναν
απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.
Απ’ το Λαύριο οι δήµιοι φαίνουνταν µικροί ... Κι ήταν για να σαστίζεις πώς
τόσο µικροί δήµιοι κάνανε τόσο µεγάλα εγκλήµατα. Μα το έγκληµα ποτέ
δεν µετριέται µε τον πήχυ. Γιατί ποτέ το έγκληµα δεν έχει το ανάστηµα του
κακούργου. Πάντα είναι µεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγµατικός
κακούργος ποτέ δεν κάνει µόνο ένα έγκληµα. Πόσο µάλλον στη
Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιµωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη
Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκληµα απ’ τον κολασµό και αντιστρέψανε
τους όρους. Ρίξανε τον κολασµό στα θύµατα και τον έπαινο στους
κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκληµα ψυχαγωγία και
πρωινή γυµναστική. Όταν όµως ένας άνθρωπος συνηθίσει να διασκεδάζει
µε το αίµα που τρέχει, µε τίποτα πια στο εξής δεν µπορεί να διασκεδάσει.

Μενέλαος Λουντέμης 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Έξω από αυτήν τη Μάσκα


(παίρνοντας θέση μπροστά σ' ένα πορτρέτο)
1
Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα,
(Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,)
Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν,
(Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ!
Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!)
Αυτό το λούστρο απ' του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό,
Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο,
O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα•
Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας,
Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη•
Αυτή η συμπύκνωση του Σύμπαντος—(μάλιστα, να εδώ το μόνο Σύμπαν,
Εδώ η ιδέα—όλη σ' αυτή τη μυστηριακή αδραξιά σφιγμένη•)
Αυτά τα σκαλισμένα μάτια, που αστράφτουν προς τα σένα, να περαστούν στους μέλλοντες καιρούς,
Να εκτοξευτούν και να στροβιλιστούν πέρα για πέρα στο γειρτό,περιστρεφόμενο διάστημα—από αυτά για να πηγάσει,
Προς Εσένα, όποιος και νά 'σαι—ένα Βλέμμα.
2
Ένας Ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων—ειρήνης και πολέμων,
Νεότητας από καιρό εξοδεμένης, και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει,
(Όπως ο πρώτος τόμος μιας ιστορίας που μελετήθηκε κι αφέθηκε στην άκρη, και αυτός εδώ ο δεύτερος,
Τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, που πάνε για να κλείσουν,)
Αργοπορώντας μια στιγμή, εδώ και τώρα, σ' Εσένα αγνάντια Εγώ γυρίζω,
Όπως στο δρόμο, ή σε μια πόρτα κουφωτή, τυχόν, ή παραθύρι ανοιχτό,
Στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή μου, ειδικά Εσένα χαιρετώ,
Να σύρω και να σφίξω την Ψυχή σου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική μου,
Κι έπειτα να ταξιδέψω, να ταξιδέψω εμπρός.
Ω Εαυτέ μου! Ω Ζωή!
Ω εαυτέ μου! ω ζωή!... των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται•
Των ατελείωτων τρένων των απίστων— πόλεων έμπλεων με τους ανόητους•
Του εαυτού μου αδιάκοπα που μέμφεται τον εαυτό μου, (καθώς ποιός περισσότερο ανόητος από εμένα, και ποιός περισσότερο άπιστος;)
Ματιών που μάταια ποθούν το φως— των επονείδιστων στόχων—του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει,
Των φτωχών εκβάσεων των πάντων— των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων που βλέπω γύρω μου•
Των αδειανών και άχρηστων χρόνων της αδράνειας— με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων,
Το ερώτημα, ω εαυτέ μου! τόσο λυπητερό, επανέρχεται—Τί το καλό μέσα σε αυτά, ω εαυτέ μου, ω ζωή;
Απάντηση.
Ότι είσαι εδώ—ότι ζωή υπάρχει, και ταυτότητα•
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.


Η Τελευταία Επίκληση

Στα τελευταία, με τρόπο μαλακό,
Από τους τοίχους της σθεναρής οχυρωτής εστίας,
Από την πόρπη των πλεγμένων κλειδαριών, από τη φύλαξη των καλά κλεισμένων θυρών,
Άσε με να εκπνευστώ.
Άσε με να γλιστρήσω αθόρυβα προς τα μπροστά•
Με το κλειδί της απαλότητας ξεκλείδωσε τις κλειδαριές—με έναν ψίθυρο,
Θέσε ορθάνοιχτες τις πόρτες ω ψυχή.
Μαλακά—μην ανυπόμονη φανείς,
(Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω σάρκα εφήμερη,
Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω αγάπη).

Walt Whitman

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Ο ηλίθιος (απόσπασμα)

[...]
Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους είναι δύσκολο να πεις κάτι που θα τους χαρακτήριζε με την μία και απολύτως· είναι οι άνθρωποι που συνήθως τους αποκαλούμε «συνηθισμένους», «πλειοψηφία», και οι οποίοι, πράγματι, συνιστούν την πλειοψηφία κάθε κοινωνίας.
Στα μυθιστορήματά τους και τις νουβέλες τους οι συγγραφείς προσπαθούν ως επί το πλείστον να πάρουν χαρακτηριστικούς τύπους της κοινωνίας και να τους παρουσιάσουν παραστατικά και καλλιτεχνικά, χαρακτήρες που συναντώνται εξαιρετικά σπάνια στην πραγματική ζωή και οι οποίοι είναι παρά ταύτα πιο πραγματικοί από την πραγματικότητα. [...]
[...] Κι’ ωστόσο, μολοντούτο, έχουμε απέναντί μας το εξής ερώτημα: τι να κάνει ο μυθιστοριογράφος με τους κανονικούς ανθρώπους, τους εντελώς «συνηθισμένους», και πώς να τους παρουσιάσεις στον αναγνώστη ώστε να είναι κάπως ενδιαφέροντες; Να τους παραλείψει εντελώς σε μια ιστορίας είναι αδύνατον, διότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι σταθερά και κατά κύριο λόγο ο αναπόφευκτος συνδετικός κρίκος στα γεγονότα της ζωής· το να τους παραλείπαμε, θα σήμαινε ότι αποδυναμώνουμε την αληθοφάνεια. [...] Κατά την γνώμη μας, ο συγγραφέας οφείλει να αναζητά τις ενδιαφέρουσες και διδακτικές εκδοχές ακόμη και μεταξύ των κοινότοπων.
Όταν για παράδειγμα, η καθαυτή ουσία των συνηθισμένων ανθρώπων συνίσταται ακριβώς στην αδιάλειπτη και απαράλλαχτη κανονικότητά τους, ή, ακόμη καλύτερα, όταν, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των προσώπων αυτών να βγούνε πάση θυσία από τον τροχό της κανονικότητας και της ρουτίνας, καταλήγουν τελικά να παραμένουν απαράλλαχτα και παντοτινά μια ρουτίνα, τότε κάτι τέτοια πρόσωπα αποκτούν μέχρι κι ενός είδους ιδιαιτερότητα ως η κοινοτοπία που δεν θέλει με τίποτα να παραμείνει αυτό που είναι και θέλει πάση θυσία να γίνει πρωτοτυπία και αυτονομία μη διαθέτοντας τις παραμικρές δυνατότητες για αυτονομία.
Σ’ αυτή την κατηγορία των «συνηθισμένων» και «κανονικών» ανθρώπων συγκαταλέγονται κι ορισμένα πρόσωπα της αφήγησής μας [...]
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από το να είσαι, για παράδειγμα, πλούσιος, καλής οικογενείας, συμπαθητικής εμφάνισης, όχι κακής μόρφωσης, όχι χαζός, επιπλέον καλός, και την ίδια στιγμή να μην διαθέτεις κανένα ταλέντο, καμιά ιδιομορφία, καμιά παραξενιά, καμιά προσωπική άποψη, να είσαι ρητά και κατηγορηματικά «όπως όλοι».
Πλούτος υπάρχει, αλλά δεν είσαι και Ρότσιλντ· η οικογένεια είναι έντιμη αλλά δεν διακρίθηκε ποτέ για τίποτα· η μόρφωση δεν είναι κι’ άσχημη, αλλά δεν ξέρεις πώς να την χρησιμοποιήσεις· μυαλό υπάρχει, αλλά χωρίς δικές του ιδέες· καρδιά υπάρχει αλλά χωρίς μεγαλοψυχία, κ.λπ., κ.λπ., από όλες τις απόψεις.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι στον κόσμο η συντριπτική πλειοψηφία κι’ ακόμη περισσότεροι από όσο νομίζουμε· χωρίζονται, όπως και όλοι οι άνθρωποι, σε δύο βασικές συνομοταξίες: κάποιοι είναι περιορισμένων δυνατοτήτων, κι’ άλλοι «πολύ εξυπνότεροι».
Οι πρώτοι είναι ευτυχισμένοι. Για έναν περιορισμένων δυνατοτήτων, ένα «συνηθισμένο» άνθρωπο δεν υπάρχει, επί παραδείγματι, τίποτα πιο εύκολο από το να φανταστεί τον εαυτό του ασυνήθιστο και πρωτότυπο και να ηδονιστεί μ’ αυτό χωρίς ταλαντεύσεις. Αρκούσε σε ορισμένες δεσποινίδες να κόψουν τα μαλλιά τους, να φορέσουν μπλε γυαλιά και να αυτοαποκληθούν μηδενίστριες, για να πειστούν αυτοστιγμεί ότι φορώντας τα γυαλιά απέκτησαν πάραυτα και δικές τους «πεποιθήσεις». Αρκούσε σε κάποιον άλλο να νιώσει μια σταλίτσα ένα κάποιο πανανθρώπινο και γλυκό συναίσθημα, για να πειστεί πάραυτα ότι κανείς πια δεν αισθάνεται όπως αυτός, ότι στην γενικής εξέλιξη του κόσμου είναι ένας πρωτοπόρος. Αρκούσε σε άλλον να πάρει κατά λέξη κάποια ιδέα ή να διαβάσει μια σελιδούλα ενός κατασκευάσματος χωρίς αρχή και τέλος, για να πιστέψει αμέσως ότι αυτές είναι «δικές του προσωπικές ιδέες» και γεννήθηκαν μέσα στο δικό του το μυαλό.
Η θρασύτητα της αφέλειας, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις μέχρι και εντυπωσιακή· όλα αυτά είναι απίστευτα αλλά τα συναντάμε διαρκώς. Αυτή η θρασύτητα της αφέλειας, αυτή η μη αμφισβήτηση του βλάκα του εαυτού του και του ταλέντου του, έχει καταδειχτεί εξαιρετικά από τον Γκόγκολ στον εκπληκτικό χαρακτήρα του υπολοχαγού Πιραγκόφ [ήρωας της «Λεωφόρου Νιέφκι» του Γκόγκολ] [...]
Ο ήρωας της ιστορίας μας Γκαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς ανήκε σε άλλη κατηγορία· αυτός ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων «πολύ πιο έξυπνοι», αν κι’ όλος, από τα πόδια ως το κεφάλι, ήταν μολυσμένος από την επιθυμία της πρωτοτυπίας. Αυτή η κατηγορία όμως, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι πολύ πιο άτυχη από την πρώτη.
Το θέμα είναι ότι ο έξυπνος «συνηθισμένος» άνθρωπος, ακόμη κι’ αν φαντάζεται που και που (και μπορεί και για όλη του τη ζωή) τον εαυτό του άνθρωπο ιδιοφυή και πολύ πρωτότυπο, διατηρεί στην καρδιά του το σκουλήκι της αμφιβολίας, που καμιά φορά οδηγεί τον έξυπνο άνθρωπο σε απόλυτη απόγνωση· κι’ αν υποτάσσεται σ’ αυτό, το κάνει δηλητηριασμένος από την καταπιεσμένη μέσα του ματαιοδοξία.
Βεβαίως, όπως και να ’χει, πήραμε τα δύο άκρα: στην συντριπτική πλειοψηφία αυτής της κατηγορίας των έξυπνων ανθρώπων το πράγμα δεν εξελίσσεται τόσο τραγικά, όχι· απλώς, κάπου εκεί, προς την δύση των χρόνων φθείρεται το συκώτι, κατά το μάλλον και το ήττον, κι’ αυτό είναι όλο. Μολοντούτο, οι άνθρωποι αυτοί, προτού συμφιλιωθούν και υποταχθούν, καμιά φορά αταχτούν, από τα νιάτα τους μέχρι και την ηλικία της υποταγής, και πάντα από την επιθυμία να φανούν πρωτότυποι.
Μπορούμε μάλιστα να συναντήσουμε και περίεργες περιπτώσεις: από επιθυμία να είναι πρωτότυπος κάποιος έντιμος άνθρωπος μπορεί να προχωρήσει ακόμη και σε μία τιποτένια πράξη· συμβαίνει επίσης ορισμένοι από αυτούς του δύστυχους να είναι όχι μόνο έντιμοι, αλλά και καλόκαρδοι, οι στυλοβάτες της οικογένειας, να ταΐζουν και να συντηρούν με το μόχθο τους όχι μόνο τους οικείους τους αλλά και ξένους. Τι γίνεται τότε; Όλη τους τη ζωή δεν καταφέρνουν να ηρεμήσουν.
Αυτούς, δεν του καθησυχάζει και δεν τους παρηγορεί διόλου η σκέψη ότι έχουν εκπληρώσει τόσο καλά τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις τους· αντιθέτως, μάλιστα, αυτό τους θυμώνει: «Ορίστε, λοιπόν, σε τι σπατάλησα όλη μου τη ζωή, να τι μ’ έδεσε χειροπόδαρα, να τι μ’ εμπόδισε να ανακαλύψω την πυρίτιδα! Αν δεν υπήρχε αυτό, μπορεί να είχα ανακαλύψει είτε την Αμερική, είτε την πυρίτιδα, ανυπερθέτως —βέβαια δεν ξέρω ακριβώς τι, αλλά ανυπερθέτως θα είχα ανακαλύψει κάτι!»
Το χαρακτηριστικότερο όλων στους κυρίους αυτούς είναι πως πράγματι δεν μπορούν ποτέ και με κανέναν τρόπο να καταλάβουν τι ακριβώς είναι αυτό το οποίο είναι στα πρόθυρα να ανακαλύψουν: την πυρίτιδα ή την Αμερική. Αλλά το βάσανο, η λαχτάρα γι’ αυτό που πρέπει να ανακαλύψουν είναι, στ’ αλήθεια, τόση όση του Κολόμβου ή του Γαλιλαίου.
[...]

Fyodor Dostoevsky

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Η τερηδόνα ΙΙΙ


Φύγε
Το κορμί σου είναι πολύ υπαρχτό
Τούτη η μουσική που γλιστράει απ’ τα χέρια σου
κι ανακατεύεται με τη θερμή σου ανάσα
Μου αρκεί να γεύομαι της απουσίας σου
την αίσθηση
μου αρκεί να γεύομαι του ιδεατού σου κόσμου
την αφή
Μου αρκεί να γεύομαι την αέναη προσδοκία

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Γυάλινα Γιάννενα



                 στον Χρήστο Μπράβο

Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.

Μιχάλης Γκανάς 

Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε



Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.

Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.

Παραλογή, 1993
Μιχάλης Γκανάς

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Κονιάκ μηδέν αστέρων

Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
Κική Δημουλά