Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Η ιστορία του ματιού


(απόσπασμα)

Με μεγάλωσαν εντελώς μόνο κι απ’ όσο θυμάμαι, κάθε τι που ‘χε σχέση με το σεξ, μου ‘φερνε αγωνία. Ήμουν γύρω στα δεκάξι όταν γνώρισα στη παραλία του χωριού Χ. ένα κορίτσι συνομήλικό μου, τη Σιμόν. Οι οικογενειές μας είχανε μακρινή συγγένεια, γι’ αυτό και τα πρώτα μας πάρε-δώσε, προχωρήσανε πολύ γρήγορα. Τρεις μέρες μετά τη γνωριμία, βρεθήκαμε μόνοι οι δυο μας στη βίλα της. Φορούσε μαύρη ποδιά μ’ άσπρο κολαριστό γιακά. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πως το άγχος που μ’ έπιανε όταν την έβλεπα, την έπιανε κι εκείνη με μένα, ένα άγχος που τη μέρα κείνη, ήταν ακόμα μεγαλύτερο επειδή έλπιζα πως κάτω από τη ποδιά της ήταν τελείως γυμνή.
Φορούσε μαύρες μεταξωτές κάλτσες που φτάνανε πάνω από το γόνατο, ακόμα όμως δεν είχα καταφέρει να τη δω μέχρι τον κώλο (αυτή η λέξη, που χρησιμοποιούσαμε πάντα με τη Σιμόν, ήτανε για μένα το πιο ωραίο απ’ όλα τα ονόματα του σεξ). Φανταζόμουνα μόνο πως έτσι και σήκωνα λιγάκι τη ποδιά από πίσω, θα ‘βλεπα τ’ απόκρυφα μέρη της.
Σε μια γωνιά του διαδρόμου ήταν αφημένο ένα πιάτο με γάλα για τη γάτα.
-'Τα πιάτα είναι για να καθόμαστε', είπε η Σιμόν. “Τι στοίχημα βάζεις ότι μπορώ να κάτσω μες στο πιάτο';
-'Βάζω στοίχημα πως δε θα τολμήσεις', απάντησα σχεδόν με κομμένη ανάσα.
Έκανε αφόρητη ζέστη. Η Σιμόν ακούμπησε το πιάτο σ’ ένα σκαμνάκι, στήθηκε μπρος μου και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, κάθισε χωρίς να μπορώ να τη δω κάτω από τη ποδιά και μούσκεψε τους ζεματιστούς γλουτούς της στο δροσερό γάλα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άρχισα να τρέμω, ενώ αυτή κοίταζε το σηκωμένο πέος μου που πίεζε από μέσα το πανταλόνι μου. Έμεινα έτσι για λίγο ασάλευτος μπροστά της. Δε κουνήθηκε από τη θέση της και για πρώτη φορά, είδα τη ροδόμαυρη σάρκα της που δροσιζότανε μες στο κάτασπρο γάλα. Καθίσαμε σ’ αυτή τη στάση πολλήν ώρα κι είμασταν κι οι δυο συγκλονισμένοι…
Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω κι είδα το γάλα να τρέχει στα μπούτια της και να φτάνει ως τις κάλτσες. Σκουπίστηκε κανονικά μ’ ένα μαντίλι, όρθια πάνω από το κεφάλι μου, με το ‘να πόδι στο σκαμνάκι κι εγώ έτριβα μ’ όλη μου τη δύναμη τον πούτσο μου πάνω από το πανταλόνι, σφαδάζοντας από κάβλα, στο πάτωμα. Έτσι φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σ’ οργασμό χωρίς καν να ‘χουμε αγγιχτεί. Όταν όμως γύρισε η μητέρα της κι η Σιμόν χώθηκε τρυφερά στην αγκαλιά της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και χωρίς να με δούν, επειδή καθόμουνα σε χαμηλή πολυθρόνα, σήκωσα από πίσω τη ποδιά κι έχωσα, ανάμεσα από τα καφτά της μπούτια, το χέρι μου βαθιά μες στον κώλο της.
Γύρισα τρέχοντας σπίτι με τη λαχτάρα να τραβήξω κι άλλη μια μαλακία και τ’ άλλο βράδι, τα μάτια μου ήτανε τόσο κομμένα, που η Σιμόν, αφού πρώτα με κοίταξε καλά-καλά, έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου κι είπε σοβαρά:
-'Δε θέλω να μαλακιστείς άλλη φορά χωρίς εμένα'.
Έτσι, οι ερωτικές μας σχέσεις μ’ αυτό το κορίτσι, άρχισαν να γίνονται τόσο στενές κι αναπόφευκτες που σχεδόν δεν αντέχαμε να περάσει μια βδομάδα χωρίς να ειδωθούμε. Εντούτοις, γι’ αυτό το θέμα δεν έχουμε μιλήσει σχεδόν ποτέ. Καταλαβαίνω πως όταν με βλέπει, αισθάνεται αυτό που αισθάνομαι κι εγώ όταν τη βλέπω, μου ‘ναι σχεδόν αδύνατον όμως να εξηγήσω αυτό που μας συμβαίνει. Θυμάμαι μια μέρα που τρέχαμε σα παλαβοί με τ’ αυτοκίνητο, χτυπήσαμε μια ποδηλάτισσα που θα πρέπει να ‘τανε πολύ νέα κι όμορφη. Οι ρόδες του αυτοκινήτου μας, της είχαν κόψει το κεφάλι σε σημείο που της το ‘χανε χωρίσει από το σώμα. Μείναμε πολλήν ώρα στ’ αυτοκίνητο κοιτάζοντας μερικά μέτρα πιο κάτω, τη σκοτωμένη. Η φρίκη κι η απόγνωση που αισθάνεται κανείς μπροστά σε τόσες σάρκες βουτηγμένες στο αίμα, εν μέρει αηδιαστικές αλλά κι εν μέρει πανέμορφες, δε διαφέρουνε και πολύ απ’ αυτό που συνήθως νιώθουμε μεις οι δυο όταν κοιταζόμαστε. Η Σιμόν είναι ψηλή κι όμορφη. Η συμπεριφορά της γενικά είναι πολύ απλή, δεν υπάρχει τίποτα τ’ απελπισμένο ούτε στο βλέμμα, ούτε στη φωνή της. Στο σεξουαλικόν όμως, τη πιάνει ξαφνικά τέτοια βουλιμία για κάθε τι που συγκλονίζει, ώστε κι η παραμικρότερη διέγερση των αισθήσεων, κάνει μονομιάς το πρόσωπό της να παίρνει μιαν έκφραση που φέρνει αμέσως στο νου, όλα κείνα που ‘χουν να κάνουν με την ουσία της σεξουαλικότητας, το αίμα παραδείγματος χάρη, την ασφυξία, τον αιφνίδιο τρόμο, το έγκλημα, κάθε τι που καταστρέφει επ’ άπειρο την ανθρώπινη μακαριότητα κι εντιμότητα. Η πρώτη φορά που την είδα να τη πιάνει αυτή η βουβή και σύγκορμη σύσπαση, (που μ’ έπιασε και μένα), ήτανε τη μέρα που ‘κατσε στο πιάτο με το γάλα. Η αλήθεια είναι πως δε κοιταζόμαστε ίσια στα μάτια παρά μόνο σε τέτοιες στιγμές, τη γαλήνη όμως και την όρεξη για παιγνίδια τις βρίσκουμε μόνο λίγο μετά τον οργασμό, όταν χαλαρώνουμε.
Πρέπει να πω πως παρ’ όλ’ αυτά, πέρασε πολύς καιρός ώσπου να κάνουμε έρωτα, εκμεταλλευόμασταν όμως όλες τις ευκαιρίες για να επιδοθούμε σ’ ασυνήθιστες πράξεις. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είμασταν ντροπαλοί, κάθε άλλο μάλιστα, όμως κάτι ακατανίκητο μας έσπρωχνε και τους δυο να προκαλούμε ζευγαρωτά την αιδώ με τη μεγαλύτερη ξεδιαντροπιά. Έτσι, πριν καλά-καλά ολοκληρώσει αυτό που μου ζητούσε, δηλαδή να μη ξανατραβήξω ποτέ πια μόνος μου μαλακία, (είμασταν στη κορυφή ενός απότομου βράχου που κρεμότανε πάνω από τη θάλασσα), μου κατέβασε το πανταλόνι, με ξαπλωσε καταγής, μάζεψε ως απάνω τα φουστάνια της, κάθισε στη κοιλιά μου κι αποξεχάστηκε, ενώ εγώ βύθιζα στον κώλο της ένα μου δάχτυλο, που το ‘χα προηγουμένως πασαλείψει με το νεαρό μου σπέρμα. Έπειτα γύρισε και ξάπλωσε προς τα μπρος, με το κεφάλι κάτω από το πέος μου, ανάμεσα στα μπούτια μου και σηκώνοντας ψηλά τον κώλο, μετακίνησε το κορμί της προς εμένα που σήκωνα με τέτοιο τρόπο το κεφάλι, ώστε να το φέρω στο ίδιο ύψος με τον κώλο της, έτσι που τα γόνατά της ήρθανε και στηριχτήκανε στους ώμους μου.
-'Μπορείς να κατουρήσεις προς τα πάνω και να το φτάσεις στον κώλο μου;' με ρώτησε.
-'Μπορώ' απάντησα, “έτσι που κάθεσαι όμως, θα σου κατουρήσω το φουστάνι και το πρόσωπο'.
-'Ε και;' μ’ έκοψεν αυτή αποφασιστικά κι έκανα αυτό που μου ‘πε. Δε πρόφτασα όμως να τελειώσω το κατούρημα κι ένα δεύτερο κύμα ξεχύθηκεν από μέσα μου και τη κατάβρεξε, τούτη τη φορά όμως ήταν όμορφο κάτασπρο σπέρμα.
Στο μεταξύ, η μυρωδιά της θάλασσας μπερδευότανε με τη μυρωδιά των μουσκεμένων εσωρρούχων, των γυμνών μας σωμάτων και του σπέρματος. Είχεν αρχίσει να βραδιάζει κι εμείς είμασταν πάντα σε κείνη την απίθανη στάση, χωρίς ν’ ανησυχούμε ή να κουνιόμαστε, οπότε κάποια στιγμή ακούσαμε βήματα στα χόρτα.
-'Μη κουνιέσαι, σ’ ικετεύω', μου ‘πε η Σιμόν. Τα βήματα είχαν σταματήσει, δε μπορούσαμε όμως να δούμε ποιος ερχόταν. Και των δυο μας οι ανάσες είχαν κοπεί. Έτσι τουρλωμένος όπως ήταν ο κώλος της, έμοιαζε πράγματι με πανίσχυρη ικεσία, τόσο τέλειος ήταν, με τους δυο στενούς κι αφράτους του γλουτούς, που τους χώριζε το βαθύ σχίσμα στη μέση και δεν είχα καμιά αμφιβολία πως είτε άντρας ήταν αυτός ο άγνωστος, είτε γυναίκα, γρήγορα θα υπέκυπτε στον πειρασμό και θ’ αναγκαζόταν, βλέποντας αυτόν τον κώλο, να τραβήξει μιαν αβυσσαλέα μαλακία. Τα βήματα όμως ξανακούστηκαν, πιο βιαστικά τώρα, σχεδόν σα τρέξιμο και ξαφνικά είδα να εμφανίζεται ένα υπέροχο ξανθό κορίτσι, η Μαρσέλ, απ’ όλες μας τις φίλες ή πιο αγνή κι η πιο ευάλωτη. Εμείς οι δυο όμως ήμασταν πολύ σφιχτά μπλεγμένοι με τη φριχτή στάση που ‘χαμε πάρει και δε μπορούσαμε να κουνήσουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι, οπότε ξαφνικά ή έρημη φίλη μας σωριάστηκε καταγής και ζάρωσε στα χόρτα κλαίγοντας με λυγμούς. Τότε μόνο λύσαμε το εξωφρενικό μας αγκάλιασμα και ριχτήκαμε πάνω σ’ ένα εγκαταλειμμένο σώμα. Η Σιμόν της σήκωσε τη φούστα, της έσχισε τη κυλότα και μου ‘δειξε συνεπαρμένη, ένα καινούργιο κώλο, το ίδιο ωραίο, το ίδιο τέλειο με τον δικό της, που έπεσα κι άρχισα να τον φιλώ με λύσσα, ενώ συγχρόνως έτριβα τον κώλο της Σιμόν που τύλιξε τα μπούτια της γύρω από τη μέση της παράξενης Μαρσέλ, η οποία το μόνο πια που δεν έκρυβε ήταν οι λυγμοί της.
-'Μαρσέλ', της φώναξα, “σ’ εξορκίζω, σταμάτα να κλαις. Θέλω να με φιλήσεις στο στόμα…' Τα ωραία της ίσια μαλλιά της τα χάιδευε η Σιμόν δίνοντάς της παντού τρυφερά φιλιά.
Στο μεταξύ, ο καιρός είχε γυρίσει για τα καλά στη καταιγίδα και μαζί με τη νύχτα, άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταγόνες, φέρνοντας χαλάρωση, μετά το πλάκωμα της αποπνικτικής ζέστης μιας ολάκερης μέρας που δε κουνιόταν φύλλο. Η θάλασσα έκανε τώρα φοβέρο θόρυβο που τον σκέπαζαν τα μακρόσυρτα μπουμπουνητά του κεραυνού και με τις αστραπές μπορούσα κι έβλεπα ξαφνικά, σα να ‘ταν μέρα μεσημέρι, τους δυο αυνανιζόμενους κώλους των κοριτσιών που δε βγάζανε πια λέξη. Τα τρία κορμιά μας τα υποδαύλιζε βάναυση φρενίτιδα. Δυο νεαρά στόματα συναγωνίζονταν ποιο θα κάνει δικό του τον κώλο μου, τ’ αρχίδια μου και τη ψωλή μου, εγώ όμως άνοιγα κι όλο άνοιγα, γυναικεία σκέλια υγρά από σάλια ή σπέρμα σα να ‘θελα να ξεφύγω από το σφιχταγκάλιασμα ενός τέρατος, αλλ’ αυτό το τέρας δεν ήταν άλλο από τη τρομαχτική βία των κινήσεών μου. Τελικά, η ζεστή βροχή άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς κι έκανε τελείως μούσκεμα τα σώματά μας που δε κρύβανε πια τίποτα. Δυνατοί κεραυνοί μας συγκλόνιζαν και φούντωναν κάθε φορά και περισσότερο την αγανάχτησή μας, κάνοντας μας να βγάζουμε κραυγές λύσσας που επαναλαμβάνονταν με κάθε αστραπή, γιατί η καθεμιά έβγαζε στο φως τα γεννητικά μας όργανα. Η Σιμόν είχε βρει μια γούβα με λάσπη και λάσπωνε το σώμα της πασαλείβοντάς το έξαλλη: μαλακιζόταν με το χώμα και τρανταζόταν από βίαιες συσπάσεις ηδονής καθώς τη μαστίγωνε η μπόρα, ενώ εγώ είχα το κεφάλι μου χωμένο σφιχτά ανάμεσα στα λασπωμένα μπούτια της κι αυτή το πρόσωπό της βουτηγμένο στα λασπόνερα, όπου πηγαινόφερνε μ’ άγριες κινήσεις τον κώλο της Μαρσέλ την οποία είχε πλοκαμιάσει τυλίγοντας το ένα της μπράτσο γύρω από τη μέση της, ενώ με τ’ άλλο χέρι είχε γαντζώσει τον γλουτό και τον τραβούσε και τον άνοιγε με δύναμη…

(Εκδόσεις “ΑΓΡΑ' Μάρτης 1980
μετάφραση Δημ. Δημητριάδη)
Georges Bataille

1984

(απόσπασμα)

-Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε ένα άλλο, Ουίνστων;
Ο Ουίνστων σκέφτηκε:
-Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.
-Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.
Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.
[…] Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε-όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.
Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
[…]
Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου-για πάντα … »

George Orwell

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

VII


Ποιες συνήθειες τών φυτών μέ τρομάζουν :
Στα ξερά τά κλαδιά όταν σκάνε τά μάτια
διπλωμένα είναι μέσα τους ένα ένα τά πράσινα φύλλα
– Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τά φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια –
γιατί ένα κλωνάρι καινούργιο
γερό
που ανθίζει
πετάει απ’ τήν ίδια τή ρίζα
και τή θέση τού κορμού που μαραίνεται παίρνει
πάλι είναι φυτά πριν πεθάνουν ο σπόρος τους πέφτει
στην κατάλληλη εποχή θα τά δεις να φυτρώνουν
ή η ρίζα τους μένει
πιο πολλά που γεμίζουνε τότε τόν επόμενο χρόνο μάς δίνει
Η αντοχή τών φυτών μέ ξαφνιάζει
Μερικά με τή ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τόν κήπο στο πλάϊ
Μία λεύκα μάς φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη
Τά φυτά δεν τά ορίζεις
Τά κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τί φυτά που απλά τά νομίζουμε όλοι

Φυτική Αγωγή
Ελένη Βακαλό 

Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια


Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλα
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ την μάχη των εισβολών
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων

Ελένη Βακαλό 

Τις πρώτες ώρες που περνάνε στο ποίημα οι τυφλοί

Απ’ το ημερολόγιο του ποιήματος –
Με τοποθετούνε σ’ ένα δωμάτιο
Τ’ ακούω από τον όγκο της σιωπής πως δεν είναι ακόμα η απέραντη νύχτα
Όταν θα βγω από την πόρτα του σπιτιού χωρίς κανείς αυτό το βήμα μου
να το προλάβει
Κάποτε θα βρω ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού, θα βρω που
είναι, όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα
κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
Περισσότερο υποθέτω πριν έρθει σα ρολόι σημαίνοντας
τ’ όνομα τους συμπληρωμένο
– το πουλί έχει μείνει σα σχήμα κι εγγράφεται στην ύλη τους, στο σίδερο
ή στο ξύλο –
υποθέτω πως θα ‘ναι τ’ άνοιγμα για την έξοδο ίσως αυτή τη φορά
κάπου κοντά μου
Ο φόβος ή ό,τι είχα μάθει να λέγεται υπερηφάνεια μ’ απελπισία
καλεί τ’ άδειο πουλί που τότε έρχεται σαν ησυχάσω;
Θα φύγει πρώτο
και στη νύχτα όταν βρεθεί απλωμένο, θα πάρει σάρκα στις φτερούγες του,
τα φτερά θα είναι μέσα της ριζωμένα, στο στήθος του θα είναι το πιο ζεστό βάρος,
κι ο λαιμός του τεντωμένος σχηματίζοντας εκείνες τις δυο αληθινές
τραβηγμένες πετσέτες
ταξιδεύοντας πάλι με τη φωνή των άλλων πουλιών, του γρήγορου
αίματος θα γεμίζει στην πλημμύρα της νύχτας
Γιατί πριν να βουλιάξει αυτή η τελευταία μας νύχτα
Η άπειρη
Τη λαβή των μεγάλων συγκρίσεων
Όταν πάνω μου φώναζαν τα ωραία πουλιά
Τα ερείπια σκεπάζοντας
Και τα ψάρια νεκρά παρασύροντας
Με το σώμα τους τα πουλιά
Σαν ακέραιο σχήμα οδηγούμενο
Τρωκτικά και ψάρια μαζί
Έγχρωμα ακόμα στων πλευρών τους τα πλάγια
Οδηγούσαν
Ήταν όπως κατάλαβα μόνο αργότερα πουλιά τρομερά
Απ’ τα μάτια μου αρχίζοντας να ραμφίζοντας
Τους κρωγμούς των πουλιών ποιοι θυμούνται
Θα μάθουν τι εσήμαιναν τα πουλιά
Κι απ’ των παιδιών τα γόνατα σαν πέτρες στο ποτάμι χώριζε που
έτρεχε νερό
ποια στην καρδιά μου η θέση του μίσους;

Ελένη Βακαλό

Θα 'θελα



Θα ‘θελα
Θα ‘θελα
Να γίνω μέγας ποιητής
Και με δαφνόφυλλα σωρό
Να με στολίζουν
Να όμως που
Δεν με τραβάνε-όσο πρέπει-τα βιβλία
Και η ζωή μ’ απασχολεί τόσο πολύ
Και τους ανθρώπους αγαπώ τόσο πολύ
Που δε μου είναι μπορετό να γράφω πάντα
Μονάχα περί ανέμων
Και υδάτων.

Boris Vian

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ελάνθανε

Ότι ήμουνα ένας άνθρωπος
που όλο με σκυμμένο το κεφάλι

με περπατάγανε οι δρόμοι,
αυτό πράχθηκε φανερά σας.

Σας το αφήνω. Απάνω του λοιπόν,
αποκεφαλίστε το,
μοιράστε το σ’ όλες υποτιμήσεις θέλετε
-πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους
και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια-,

ρίξτε το ολόκληρο
σ’ όσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε,
πετάξτε το σε δυο παλιογραμμούλες τύμβο.

Όμως πώς σκύβοντας
ατένιζα ουρανό,
αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Επράχθηκε κρυφά σας,
το έκρυψα καλά
στην ασφαλή του κεφαλιού μου
τη λιμοκτόνα στάση.

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.

Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύφος.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να συγκρατώ, να περισώζω
λογής-λογής διάττοντες αυτοκτόνους,
τα φωτεινά τους υπολείμματα,
εκεί που όλο και χάνει ύψος,
όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται
της μολυβιάς τους η κραυγή
και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή
της εξαφάνισής τους.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να σώζω λυπηρότητες,
κραυγών αποχρυσώσεις,
αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,
εξαφανίσεων αιχμές.

Έζησα,
συνταιριάζοντας τις πτώσεις
με τις παράταιρες αιτίες τους,
για να μην πάει χαμένο το χαμένό.
Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Είναι από εύφλεκτο εγώ,
θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.

Κική Δημουλά

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Το πού μου κλέψαν το μπουφάν



Το πού μου κλέψαν το μπουφάν δεν είναι τίποτε,
κι ο κλέφτης του ας είν'’ ευλογημένος.
Όμως σαν κάνει ψύχρα και μου λείπει
(δεν έχω ένα δεύτερο μπουφάν) όταν κρυώνω
ίσως να ρίξω κάμποσους χριστούς και παναγίες.
Γιατί κι ο κλέφτης πρέπει (ρε γαμώ το)
να ’ναι ένας σοφός,
να ’χει αίσθηση του δίκαιου, να κλέβει αυτόν που πρέπει.

Γιάννης Υφαντής

Ανάσταση



Μονάχα τα σφαγμέν'’ αρνιά, αυτά αναστηθήκαν.
Γίναν θερμίδες, λίπη, οσμή, γίναν χοληστερίνη
γίναν ορμόνες και σκατά στο σώμα των σφαγέων.
Γίνανε σκέψεις πλαδαρές να κλείσουνε το δρόμο
προς τη μηλίτσα του βουνού, στον εγκρεμό των άστρων
στο χάος χάσμα των νυμφών, στο ιερό σκοτάδι
προς τ' αναστάσιμο φιλί, μες του μουνιού τον ’δη.

Γιάννης Υφαντής

Σκέψεις μίας έφηβης γυναίκας



«Με σάτυρο και με Χριστό μοιάζει αυτός.
Μα είν’' αλήθεια πως τα έχει τα χρονάκια του.
Σαρανταπέντε με πενήντα. Ή πιο πάνω;

Υπάρχουν κούκλοι γύρω μου, τι να τον κάμω αυτόν;
Και οι γονείς μου θα μου λέγαν «τον παππού σου;».

Μ’ αν είχ’' εκατομμύρια, οι άχρηστοι,
νέο θα τον ευρίσκανε και με χιλιάδες χάρες.

Να τον ξανακοιτάξω. Ωχ, αμάν!
Μ'’ αρέσει διάβολε! Κι ανάθεμα, ανάθεμα
στην κοινωνία τη φθονερή, στην κοινωνία
τη δολοφονική που δεν αφήνει
ν’ αγαπηθούμε λεύτερα, μ’' όποιονε μας γουστάρει».

Γιάννης Υφαντής 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ορατότητα


Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου
τέτοια ώρα
πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου για ύπνο.
Μυστηριώδης απόλαυση: λιτότητα του χρόνου
δίχως πόνο
ουδέ σκιά χαράς.
Το μυαλό μου ακμαίο φύλλωμα διασχίζεται.
Ο σκελετός καποιανού ερημίτη
προσπέρασε την εικόνα του
τη φεγγερή του σάρκα
ρίχνοντας χάμω το νευρικό σύστημα
και μίλησε.
Η άχνα της αναπνοής
έβγαινε μεσ’ απ’ τα ξεβιδωμένα δόντια.
Ιδού ο χαιρόμενος ανεπίληπτα.
Ιδού ο σκορπίος ο μελισταγής.
Η λάμψη απ’ τα κόκαλα έβγαινε αμνώδης.

Νίκος Καρούζος

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Άτιτλο

μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

Το κορμί και το σαράκι, Μικρά ποιήματα
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Η μεταμόρφωση (απόσπασμα)


Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που 'μοιζε με πανοπλία κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του που 'τανε χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και που μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματά του για να ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα ποδάρια του, που ήταν αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.
Τι μου συνέβη; Συλλογίστηκε. Όνειρο, δεν ήταν. Η κάμαρή του, μια συνηθισμένη ανθρώπινη κρεβατοκάμαρη, μόνο κομμάτι πιο μικρή απ' το κανονικό, κειτόταν ήσυχη ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους της. Πάνω απ' το τραπέζι, όπου ήταν σκορπισμένα ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα – ο Σάμσα ήταν περιοδεύων πωλητής –, κρεμόταν η εικόνα που 'χε κόψει τελευταία από 'να εικονογραφημένο περιοδικό που την είχε βάλει σε μιαν όμορφη επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα παρίστανε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα, που καθόταν στητή κι άπλωνε προς το μέρος του θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της απ’ τον αγκώνα και κάτω.
Τα μάτια του Γκρέγκορ γύρισαν έπειτα στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός – θαρρείς πως άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου – τον έριξε σε βαριά μελαγχολία. Γιατί να μην κοιμηθώ λιγάκι περισσότερο και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες, συλλογίστηκε αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος προς τα δεξιά και τώρα, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχισε να στρίψει προς το δεξί του πλευρό, δεν τα κατάφερε· ξανακυλούσε πάλι στ' ανάσκελα. Δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει τις αγωνιώδεις κινήσεις των ποδιών του και τα παράτησε μόνον όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν απροσδιόριστο πόνο, που ίσαμε τότε του ήταν άγνωστος.
Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!

[πηγή: Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση, μετάφραση Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 5-6]
Franz Kafka

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Μάριαν


Πώς μπορώ να αρχίσω να αισθάνομαι - να αισθάνομαι; Θέλω να ερωτευτώ με τέτοιο τρόπο, που η απλή θέα ενός ανθρώπου, ακόμη κι ένα τετράγωνο μακριά από μένα, θα με ταρακουνήσει και θα με τρυπήσει, θα με κάνει αδύναμη, και θα με κάνει να τρέμω και να μαλακώσω και να λιώσω ανάμεσα στα πόδια. Έτσι θέλω να ερωτευτώ, τόσο σκληρά που η απλή σκέψη του θα φέρει οργασμό.

Anais Nin

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ἀναστολή


Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Δοκιμασία

Και σένα, αν με τα τόσα που περάσαμε
τίποτα μέσα σου δε σακατεύτηκε,
μην πολυκαμαρώνεις.
Ίσως
δεν είχες τίποτε να διακινδυνεύσεις.

Τίτος Πατρίκιος

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Η μποσανόβα του ζαχαροπλαστείου


Μια τρελή βραδιά στην Λιλιπούπολη,
στην μενεξεδένια Λιλιπούπολη
και στο ζαχαροπλαστείο του Γλυκόσαυρου
σου πετούσα στον αέρα λουκουμάδες
με πασάλειβες και συ με μαρμελάδες
κι ετοιμάσου γιατί έρχομαι ξανά στη Λιλιπούπολη.
Θα σε ξαναβρώ στην Λιλιπούπολη
κι αχ εμείς τα δυο στην Λιλιπούπολη
μες τις κρέμες και τα μέλια θα βουτάμε
μπλαφφφ και με ζάχαρη βροχή πασπαλισμένοι
μέσα σ’ ένα ροζ λουκούμι βουλιαγμένοι
θα περάσουμε αξέχαστα τρελά στη Λιλιπούπολη.

Μαριανίνα Κριεζή

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

XV


Για τελευταία φορά το ξαναλέω
Οι προνύμφες είναι θεές
Οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Χαλασμένα δόντια
δόντια που θρύβουν
Στην εποχή ανήκω του βωβού σινεμά.

Το γαμήσι είναι πράξη λογοτεχνική.

Nicanor Parra

XVII


Αναλύοντας αποποείσαι τον εαυτό σου
Μόνο κυκλικά μπορεί κανείς να διαλογιστεί
Βλέπει κανείς μόνον αυτό που επιθυμεί να δει
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Αναγνωρίζω ότι τρέχουνε τα δάκρυά μου.
Μια γέννηση δεν επιλύει τίποτε
Μόνον ο θάνατος λέει την αλήθεια
Ακόμη και η ποίηση δεν πείθει.
Διδασκόμεθα ότι ο χώρος δεν υπάρχει
Διδασκόμεθα ότι ο χρόνος δεν υπάρχει
Όπως και να 'χει όμως το πράγμα
Το γήρας είναι τετελεσμένο γεγονός.

Ας λέει η επιστήμη ό,τι θέλει.

Μου φέρνει ύπνο η ανάγνωση των ποιημάτων μου
Κι ωστόσο έχουνε γραφτεί με αίμα.


(Από το 29ο τεύχος της Ποίησης
Νικάνορ Πάρρα, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης - μία επιλογή -
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης)
Nicanor Parra

Νύχτα


Εἶναι ἀξημέρωτη νύχτα ἡ ζωή.
Στὶς μεσονύχτιες στράτες περπατᾶνε
ἀποσταμένοι οἱ ἔρωτες
κι οἱ γρίλιες τῶν παράθυρων ἐστάξανε
τὸν πόνο ποὺ κρατᾶνε
Στὶς στέγες ἐκρεμάστη τὸ φεγγάρι
σκυμμένο πρὸς τὰ δάκρυά του
κι ἡ μυρωμένη λύπη τῶν τριαντάφυλλων
τὸ δρόμο της θὰ πάρει
Ὁλόρθο τὸ φανάρι μας σωπαίνει
χλωμὸ καὶ μυστηριώδικο
κι ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου εἶναι σὰ ν᾿ ἄνοιξε
καὶ λείψανο νὰ βγαίνει.
Σαρκάζει τὸ κρεβάτι τὴ χαρά τους
κι αὐτοὶ λὲν πὼς ἔτριξε·
δὲ λὲν πὼς τὸ κρεβάτι ὁραματίζεται
μελλοντικοὺς θανάτους.
Καὶ κλαῖνε οἱ ἀμανέδες στὶς ταβέρνες
τὴ νύχτα τὴν ἀστρόφεγγη
ποὺ θά ῾πρεπε ἡ ἀγάπη νὰν τὴν ἔπινε
καὶ παίζουν οἱ λατέρνες.
Χυμένες στὰ ποτήρια καρτεροῦνε
οἱ λησμονιὲς γλυκύτατες·
οἱ χίμαιρες τώρα θὰ εἰποῦν τὸ λόγο τους
καὶ οἱ ἄνθρωποι θ᾿ ἀκοῦνε
Καθημερνῶν χαμῶνε κοιμητήρι
τὸ πάρκον ἀνατρίχιασε
τὴν ὥρα ποὺ νεκρὸς κάποιος ἐκίνησε
νὰ πάει στὴ χλόη νὰ γείρει.

Κώστας Καρυωτάκης

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η πόλη που γεννήθηκα



Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών
δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο.

Τίτος Πατρίκιος