Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Κακή εποχή για ποίηση



Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
Αγαπάνε. Τη δική σου φωνή
Ακούν ευχάριστα. Το δικό σου πρόσωπο είναι ωραίο.

Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
Δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
Οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.

Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
Δεν τα βλέπω. Απ’ όλα
Ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
Για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
Είναι ζεστά όπως πάντα.

Μια ρίμα στο τραγούδι μου
Σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.

Μέσα μου μάχονται
Ο ενθουσιασμός για τη μιλιά που ανθίζει
Και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
Μα είναι το δεύτερο μονάχα
Που στο γραφείο με καθίζει.

Bertolt Brecht

Ερώτημα



Πως θα οικοδομηθεί η μεγάλη τάξη
Δίχως τη σοφία των μαζών;
Αυτοί που δεν ακούνε συμβουλές
Δεν μπορούν να βρουν το δρόμο
Για τους πολλούς.

Εσείς οι μεγάλοι δάσκαλοι,
Ν’ ακούτε όταν μιλάτε!

Bertolt Brecht

Κ’ εγώ πάντα σκεφτόμουν



Κ’ εγώ πάντα σκεφτόμουν πως τα πιο απλά λόγια
Πρέπει να φτάνουν. Όταν λέω τι γίνεται
Η καρδιά του καθενός πρέπει να σπαράζει.
Ότι είσαι χαμένος αν δεν αμυνθείς
Αυτό πια πρέπει να το καταλάβεις.

Bertolt Brecht

Για τον φτωχό Μπ.Μπ.



Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
είμαι από τα μαύρα δάση,
η μάνα μου στις πολιτείες
με κουβάλησε,
σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,
και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα 'ναι ως το θάνατό μου

Έχω, έχω το σπίτι μου
στην πολιτεία της ασφάλτου,
φορτωμένος από την αρχή
με όλα τα μυστήρια του θανάτου
με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,
καχύποπτος και τεμπέλης
κι ευχαριστημένος στα στερνά

Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους
φορώ καθώς το συνηθίζουν
ένα σκληρό καπέλο,
λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιότροπα
και λέω πάλι,
δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα
τα έλατα κατουράνε,
και τα ζωύφιά τους τα πουλιά
αρχίζουν να φωνάζουν
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη
πετάω τ' αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι

Απ' αυτές τις πολιτείες
θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους
ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ'αυτόν που τρώει,
τ' αδειάζει

Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι ύστερα από μας
τίποτα τ' αξιόλογο δε θα ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς
που μέλλονται για να 'ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου
απ' την πίκρα να μου σβήσει

Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
από τα μαύρα δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου
μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.

Bertolt Brecht

Τι ωφελεί η καλοσύνη

1
Τί ωφελεί η καλοσύνη
Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται
Ή δολοφονούνται αυτοί
Που δέχονται την καλοσύνη;

Τί ωφελεί η λευτεριά
Όταν οι λεύτεροι αναγκάζονται να ζουν αντάμα
         με τους σκλάβους;

Τι ωφελεί η λογική
Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή
         που ο καθένας χρειάζεται;

2
Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να κάνει
Δυνατή την καλοσύνη, ή καλύτερα
Περιττή!

Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους
Που να κάνει ακόμα και την αγάπη για λευτεριά
Περιττή!

Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση
Που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο
Σε μια επιχείρηση κακή!

Bertolt Brecht

Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας


Α
Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες: δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες: δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς
κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει: σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος.
Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: έγινε επανάσταση,
τα εργοστάσια σε περιμένουν.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν,
είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.

Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες.
δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι
σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.

Β
Λες: πολύν καιρό ήλπιζες,
δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;
Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;

Δεν είν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.

Bertolt Brecht

Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία

Εσείς οί νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Καί της καινούργιας χαραυγής πάνω στίς πολιτείες
Πού δέ χτίστηκαν ακόμα, καί σεις
Πού δέ γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
‘Αλλά
Σάν τόν αγρότη πού δέν όργωσε τό χωράφι του
Καί τόν χτίστη πού ξετσίπωτα τό ‘βαλε στά πόδια
Σάν είδε την τρύπια στέγη,

Έτσι κ’ εγώ,
Δέ βάδισα μέ τήν εποχή μου, ξόδεψα τίς μέρες μου,
Καί τώρα πρέπει νά σας παρακαλέσω
Νά πείτε εσείς αυτά πού δέν ειπώθηκαν,
Νά κάνετε αυτά πού δέν έγιναν, καί μένα
Γρήγορα νά μέ ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Γιά νά μήν παρασύρει καί σας
Τό δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων τό τραπέζι
Τρώγοντας τό φαΐ
Πού αυτοί δέν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τά καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι άδίδαχτοι
Διψασμένοι νά μάθουν.

Αχ, γιατί
Τά τραγούδια μου δέν υψώνονται στά μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τίς πολιτείες, εκεi
Πού ναυπηγούνται τά καράβια;
Γιατί δέν υψώνονται
Απ’ τίς γρήγορες ατμομηχανές
Σάν τόν καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στόν ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι σταχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι καί δημιουργικοί.
Ούτε μιά λέξη
Δέν ξέρω νά πω σέ σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιά υπόδειξη δε θά μπορούσα νά σάς κάνω
Μέ δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς τό δρόμο νά δείξει
Αυτός πού δέν τόν διάβηκε!

Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δέ μένει
Παρά νά σας ζητήσω
Νά μή δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν άπό τό δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε καί συμβουλή
Καμιά νά μή δεχτείτε
‘Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
‘Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιό τό καλό γιά σάς καί τί σάς βοηθάει
Τόν τόπο νά χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Νά ρημάξει σάν τήν πανούκλα,
Καί γιά νά κάνετε τίς πολιτείες
Κατοικήσιμες.

Bertolt Brecht

Δίκαια κυνηγημένος


Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα.
Οι γονείς μου κολάρο
μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν
υπηρέτες νά ‘χω
και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Οταν
μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα,
δε μ’ άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα
τους ταπεινούς ανθρώπους.

Έτσι
οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε
όλα τους τα κόλπα, κι αυτός
τα μαρτυράει στους εχθρούς τους.

Ναι, κάνω βούκινο τα μυστικά τους. Στέκομαι
στον απλό λαό ανάμεσα, και του εξηγώ
πως τονε κοροϊδεύουν. Και προμαντεύω τι θα γίνει, γιατί
ξέρω καλά τα σχέδιά τους
(χαμένη δε πήγε δα η εκπαιδευσή μου)
Τα Λατινικά του πουλημένου τους παπαδαριού
τα μεταφράζω λέξη - λέξη στην απλή τη γλώσσα, και
τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα είναι. Κατεβάζω
τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης τους και δείχνω
πως είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι χαφιέδες τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθομαι μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.

Να φρονιμέψω, μου μήνυσαν. Και μου πήραν
ό,τι με τη δουλειά μου είχα κερδίσει. Κι επειδή μυαλό δεν έβαλα,
με κυνήγησαν, ψάξανε το σπίτι μου, αλλά
δε βρήκανε
παρά χαρτιά, που ξεσκέπαζαν
τις συνωμοσίες τους ενάντια στο λαό. Τότε
ξαμόλυσαν εντάλματα
κατηγορώντας με πως έχω ιδέες χυδαίες, με άλλα λόγια:
τις ιδέες του «χυδαίου όχλου».

Όπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο μου δίνουν λέγοντας:
«Εσένα σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό»


1938
Bertolt Brecht

Α ρε σύντροφε

A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα,
μπορντέλα και πολυεθνικές,
δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε.

A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις...

Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενάρης του `77, σφάζουν εργάτες

A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι.

Αχ και να `ξερες ρε Σύντροφε τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε...
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.

A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;

A ρε Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.

Κατερίνα Γώγου

Δε μένει κανείς σ'αυτή την πόλη

Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!
Δε μένει κανείς;

Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοι της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα...
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά... αργά...
αργά...
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα

ανεβαίνουν τα νερά
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμένα.
Δεν είναι κανείς εδώ;
Κανένας;
Κανένας

Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρη

Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΒΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
Ένα παιδί;
Έλα να παίξουμε αυτοκινήτο.Έλα παιδί!
Ένα πουλί; Τσιουτσιουτσιουτσί έλα!
Έλα πουλί...

Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ;
Γιώργο;...
Μυρτώ;...
Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο...
Μυρτώ...

Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ...
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές;

Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι,
το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.

Χωράω εκεί μέσα να μπω.
Άλλοι μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο αλληλεγγύης S.O.S.
να αποκρυπτογραφήσουν.

Κατερίνα Γώγου 

Ρίζα με λένε τώρα

Προκάλεσα με πάθος την ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους νόμους.
Τώρα πληρώνω με ντροπή
χωρίς σκυλί, χωρίς ραβδί
πηγαίνω ανάμεσά στους γόννους
Τώρα πληρώνω με ντροπή

Δέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά.
Ρίζα με λένε τώρα.

Και ήρθανε και λιώσανε
τα νύχια του αετού απ’ τη μοναξιά
το ράμφος του αετού απ’ τη μοναξιά

Ρίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα...

Κατερίνα Γώγου

Οι εποχές θα με σκεπάσουν

Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο
και το σώμα της σχήμα της ευλογίας.
Κι αυτό το άλογο
ψάχνει μέσα από καπνούς
το νεκρό καβαλάρη του
μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη
οι εποχές θα με σκεπάσουν.
Έτσι δε θα πεινάω πια
και ούτε θα διψάσω
και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ Θεέ, των αστεριών πατρίδα
χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με
και το σχήμα μου το σώμα της Ευλογίας δώσε.
Είναι πολύ;

Κατερίνα Γώγου 

Τώρα όλο και πιο συχνά

Όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά κάνουν επισκέψεις μέσα
μαζί με ένα αέρα και μία ομίχλη μπαίνουνε
οι άλλοι στο δωμάτιο καπνίζουνε φιλιούνται
Αυτοί ανάμεσά τους κάθονται με ρούχα σκούρα πένθιμα
σα σε δεξίωση μία κηδεία
Τα ρούχα τους είναι μικρά τους πάνε κοντά στα μανίκια
θα πρέπει να τα έχουνε δανειστεί από άλλους ανθρώπου ψηλούς
ή από βεστιάριο σοβαρού ρεπερτορίου
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα
καπνίζουνε φιλιούνται
Παλιές ατζέντες πέτσινες με πενταψήφια νούμερα
για να προσδιορίσω το χρόνο
Μου δείχνουνε και βρεγμένες φωτογραφίες ηθοποιών
με φαγωμένα πηγούνια
Μου δείχνουνε για να μου δείξουν πως με αγαπάνε
Στη συνέχεια από ένα μακρινό τοπίο με βροχή
πίσω από ένα τζάμι η βροχή, συνέχεια κοιτάνε
Δεν έχουνε σώμα γι'αυτό δεν έχουνε λόγο
Έχουν όμως να πουν με ένα κύκλο φωτεινό σαν ήλιος στο πρόσωπο
Σιωπηλά με παροτρύνουμε εγώ να μιλήσω
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουν άχρηστα πράγματα
τα δόντια κροταλίζουνε τα δείχνουν σαν γελάνε
Τώρα όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά μιλάω μαζί τους όλο και πιο… ασκούμε στη σιωπή.

Κατερίνα Γώγου

Πάει αυτό ήταν

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

Κατερίνα Γώγου

Εδώ ή αλλού

Αγαπημένε.
Μπήκε αθόρυβα ο χειμώνας.
Ξυπόλυτος μη με τρομάξει ή για το αντίθετο.
Έβγαλε μπουμπούκια η μοναξιά.
Οι εφημερίδες εδώ
βγαίνουνε συχνά.

Τα νέα μου, γνωστά.

Συνεχίζω τον εγκλεισμό μου.

Με μια κάμα στην καρδιά.
Εδώ ή αλλού.
Ζωντανή ή σκοτωμένη.

Αγαπημένε.
Αθώε ένοχε.
Αστεριών το λαμπρό τρεμάμενο φως.

Βία, αρμονία.

Αγαπημένε μου.

Κατερίνα Γώγου 

Ετών 9

Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δε θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια, πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου `'σκασμός''
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει.Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου 'χω πει ψέματα.
Πάντοτε σου 'λεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι, τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ξόφλησε ξόφλησε ξόφλησε.

Κατερίνα Γώγου 

Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι

Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ’ τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δυο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στιλ της καρέκλας...

Κατερίνα Γώγου 

Αν καμιά φορά

Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
σταμάτα να σου πω -
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα..

Είναι τώρα που δεν μπορώ, δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω που σταματάει το όνειρο
και που αρχίζει η αλήθεια.

Κατερίνα Γώγου 

Πόσο νωρίς φεύγει το φως

Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου...
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται... κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία... πάει...
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης
Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Θάνατος στους Αθάνατους
μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.

Κατερίνα Γώγου

Κανείς δεν θα γλιτώσει

Κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει
ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε–βουλιάζουμε–
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.

Κατερίνα Γώγου 

25 Μαΐου

 Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
 και θα βγω στους δρόμους
 όπως και χτες.
 Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
 ένα κομμάτι από τον πατέρα
 κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
 -αυτά που μ' άφησαν-
 και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
 Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
 Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
 ίσα ολόισα στη φωτιά
 και θα μπω όπως και χτες
 φωνάζοντας "φασίστες!!"
 στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
 μ' ένα κόκκινο λάβαρο
 ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
 Θ' ανοίξω την πόρτα
 και είναι -όχι πως φοβάμαι-
 μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
 και πως εσύ πρέπει να μάθεις
 να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
 χωρίς όπλα όπως εγώ
 - γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
 γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
 "έτσι"  "αόριστα"
 σπασμένη σε κομματάκια
 από θάλασσα, χρόνια παιδικά
 και κόκκινα λάβαρα.
 Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
 και θα χαθώ
 με τ΄όνειρο της επανάστασης
 μες την απέραντη μοναξιά
 των δρόμων που θα καίγονται,
 μες την απέραντη μοναξιά
 των χάρτινων οδοφραγμάτων
 με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις.

Κατερίνα Γώγου 

Τα σύνορα της πατρίδας μου



Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε
απ τα ψητοπωλεία του Μινιόν
περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα ...
Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή
στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο " Θανάση " σημαδεμένη τράπουλα από χέρι
τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι
Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο
ώσπου μια μέρα - Παρασκευή μπορεί -
τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους
καρφώνουνε τον αντρισμό τους
τους φέρνει καπάκι
κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο
με το μαντήλι που σκουπίστηκαν
ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω
πνίγουν με ισόβια
φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές
θάλασσες Παναμαικές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες
και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες
το ξεχειλωμένο μαγιώ απ το περίπτερο
και την τσατσάρα - πουτάνα ζωή - μαγκιά τους στο πλάι
- κανείς δεν ξέρει
- κανείς δεν είδε
19 20 21 χρονώ και τέλος .

Κατερίνα Γώγου

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Πέντε τελευταία ποιήματα για την Κρις


Ι
Τώρα γράφω πουλιά.
Δεν τα βλέπω να έρχονται, δεν τα διαλέγω,
ξαφνικά βρίσκονται εκεί, είναι αυτό,
ένα σμήνος από λέξεις
μία
προς
μία
στα σύρματα της σελίδας,
τιτιβίζοντας, τσιμπώντας, βροχή φτερών
κι εγώ χωρίς ψωμί να τους δώσω, μονάχα
αφήνοντας τα να έρθουν. Ίσως
αυτό να είναι ένα δέντρο
ή ίσως
ο έρωτας.
ΙΙ
Χτες βράδυ σε ονειρεύτηκα
ιέρεια της Σεκμέτ, της λεοντοκέφαλης θεάς.
Αυτή γυμνή σε πορφυρίτη,
εσύ απαλό δέρμα και γυμνό.
Τι αφιέρωση έκανες στην άγρια θεότητα
πού κοίταγε μέσα από το βλέμμα σου
έναν ορίζοντα απέραντο και αδυσώπητο;
Η κούπα των χεριών σου περιείχε
τη μυστική σπονδή, δάκρυα
ή το αίμα των εμμήνων σου, ή το σάλιο.
Όπως και να ‘ναι δεν περιείχε σπέρμα
και το όνειρό μου ήξερε
πως η αφιέρωση θα είχε απορριφθεί
με βρυχηθμό αργό και περιφρόνησης
έτσι όπως από πάντα το περίμενες.
Μετά, ίσως, δεν ξέρω,
τα νύχια στο στήθος σου, γεμίζοντάς σε.
ΙΙΙ
Ποτέ δεν θα μάθω γιατί η γλώσσα σου μπήκε στο στόμα μου
όταν χωρίσαμε στο ξενοδοχείο σου
μετά από ένα φιλικό περίπατο στην πόλη
και μια αναγκαία εκτίμηση των αποστάσεων.
Πίστεψα πως μου έδινες για μια στιγμή
ένα μελλοντικό ραντεβού,
πως άνοιγες μια νεκρή ζώνη, κάποια μεσοβασιλεία
όπου να αγγίξω τα μικρούλικά σου βρύα.
Κυκλωμένη από φίλες με φίλησες,
εγώ η εξαίρεση, εγώ το τέρας,
κι εσύ η παραβάτης που μουρμούριζε.
Μακάρι να ‘ξερα ποιον φίλαγες,
ποιον αποχαιρετούσες.
Υπήρξα ο ευτυχισμένος εφημέριος για μια στιγμή,
αυτός που φορές βρίσκει μες στο σάλιο του
μια μικρή γεύση από αγιόκλημα
κάτω από νότιους ουρανούς.
ΙV
Ήθελα να ’μαι ο Τειρεσίας απόψε
και σε μιαν αργή αναμονή και μπρούμυτα
να σε δεχτώ και να στενάξω κάτω από τα μαστιγώματά σου
και τις χλιαρές σου μέδουσες.
Γνωρίζοντας πως είναι η ώρα
της επανερχόμενης μου μεταμόρφωσης,
και κατεβαίνοντας τη δίνη των αφρών
θα μου άνοιγες κλαίγοντας,
γλυκά ανασκολπησμένη.
Για να γυρίσω μετά
στο αυτοκρατορικό βασίλειό σου από φάλαγγες,
στο φράχτη του δέρματός σου, στα υγρά χταπόδια σου,
μέχρι να συρθούμε μαζί και να φτάσουμε αγκαλιασμένοι
τους άμμους του ονείρου.
Αλλά δεν είμαι ο Τειρεσίας
παρά μονάχα ο μονόκερως
που ψάχνει το νερό των χεριών σου
και βρίσκει ανάμεσα στα χείλη του
μια χούφτα από αλάτι.
V
Δεν θα σε κουράσω με άλλα ποιήματα.
Ας πούμε ότι σου είπα
σύννεφα, ψαλίδια, βαρελάκια, μολύβια,
και ίσως μια φορά
να χαμογέλασες.

Julio Cortazar 

Άλλα πέντε ποιήματα για την Κρις


Ι
Ότι προηγείται είναι σαν τις πρώτες στιγμές
μιας συνάντησης μετά από πολύ
καιρό: χαμόγελα, ερωτήσεις, αργές αναπροσαρμογές
Είναι παράξενο, μου φαίνεσαι λιγότερο μελαχρινή
από παλιά. Τελικά καλυτέρεψε η γιαγιά θεία σου; Όχι,
δεν μου αρέσει η μπύρα. Είναι αλήθεια, το είχα ξεχάσει.
Και αποκάτω , αναβατόρια από σκιά, ανεβαίνει αργά άλλο
παρόν, Στα μαλλιά σου αρχίζουν να τρέμουν οι μέλισσες
το χέρι σου δροσίζει το δικό μου και του βάζει
ένα γλυκό βαμβάκι από καπνό. Μυρίζεις
πάλι Νότο.
ΙΙ
Έχεις στιγμές
το πρόσωπο της εξορίας
αυτό που φωνή ψάχνει στα ποιήματά σου.
Η εξορία μου είναι λιγότερο σκληρή,
της περισσεύουν οι άμυνες,
μα όταν σε φέρνω από το χέρι
σ’ ένα δρομάκι του Παρισιού
θα ήθελα τόσο ο περίπατος να τέλειωνε
σε μια γωνιά του Μοντεβιδέο
ή στην οδό μου Κοριέντες
χωρίς κανένας να έρθει
να ζητήσει έγγραφα.
ΙΙΙ
Φορές πιστεύω ότι θα μπορούσαμε
Να συμβιβάσουμε τα αντίθετα
να βρούμε το ακίνητο κέντρο του τροχού
να βγούμε από το δυαδικό
να είμαστε ο κάθετος καθρέφτης που επικεντρώνεται
σε μια εσχάτη κάθετο
αυτόν τον τελετουργικό χορό που αφιερώνω
στην παρούσα σου απουσία.
Θυμάμαι τον Σαιντ Εξπερύ: « Ο έρωτας
δεν είναι να κοιτάς αυτό που αγαπάς
μα να κοιτάζουνε κι οι δύο μία και την αυτή κατεύθυνση.»
Μα αυτός δεν υποπτεύτηκε πως τόσες φορές
κι οι δυο κοιτάζαμε εντυπωσιασμένοι την ίδια γυναίκα
και πως ο μεγαλοπρεπής, ευτυχισμένος ορισμός
πέφτει στο πάτωμα σαν γκρίζο ανδρείκελο.
ΙV
Πιστεύω πως δεν σ’ αγαπώ,
πως μόνο αγαπώ την απιθανότητα
την τόσο φανερή να σε αγαπώ
όπως το χέρι το αριστερό
το ερωτευμένο με αυτό το γάντι
που ζει στο χέρι το δεξί.
V
Ποντικάκι, χνούδι, μισοφέγγαρο,
καλειδοσκόπιο, πλοίο στο μπουκάλι,
βρύα, καμπάνα, διασπορά,
παλιγγενεσία, φτέρη,
αυτό και το γλυκό κολοκύθα,
το μπαντονεόν του Τροϊλο και δυο ή τρεις
ζώνες του δέρματος όπου
κάνει φωλιά η αλκυόνα,
είναι οι λέξεις που περιέχουν
τον τρομερό και άπιαστο καθορισμό σου,
είναι τα πράγματα που φυλάνε τις ουσίες
που είσαι καμωμένη ώστε κάποιος
να πίνει, να κατέχει και να φλέγεται πεπεισμένος
πως σε γνωρίζει ολάκερη,
πως είσαι μόνο η Κρις.

Julio Cortazar 

Πέντε ποιήματα για την Κρις


Ι
Πολύ πιο πέρα από το «μέσο-
στράτι απάνω της ζωής μας»
υπάρχει μια περιοχή του έρωτα
ένας λαβύρινθος πιο πολύ διανοητικός από μυθικός
όπου είναι δυνατόν να υπάρχεις
αργόσυρτα ευτυχισμένος
χωρίς τον παραληρηματικό μίτο της Αριάδνης
χωρίς αφρούς, χωρίς σεντόνια ή μηρούς.
Όλα καλύπτονται από μιαν ανάκλαση του δειλινού
τα μαλλιά, το άρωμά σου, το σάλιο σου.
Κι εκεί στην άλλη τη μεριά σε κατέχω
την ώρα που εσύ παίζεις με τη φίλη σου
της νύχτας τα παιχνίδια.
ΙΙ
Στην πραγματικότητα λίγο με νοιάζει
που το στήθος σου κοιμάται
στη γαλάζια συμμετρία του άλλου στήθους.
Εγώ θα το είχα συνθλίψει
για να το γαργαλήσω τρίβοντάς το
και θα είχες γελάσει και δικαίως
όταν το αναγκαίο και το αναμενόμενο
θα ήταν οι λυγμοί σου.
ΙΙΙ
Ξέρω πολύ καλά τι κερδίζεις
όταν χάνεσαι μέσα στην ηδονή.
Γιατί είναι ίδιο ακριβώς
με αυτό που εγώ είχα νιώσει.
ΙV
(Το σωστό λάθος)
να έχουμε συναντηθεί στο τέλος της μέρας
σ’ ένα περίπατο στη λεωφόρο.
V
Θα μου άρεσε να πίστευες
πως αυτό είναι το γελοίο παιχνίδι
των επανορθώσεων
με το οποίο παρηγορούμαι σ την απόσταση.
Συνέχισε λοιπόν χορεύοντας
στον καθρέφτη του άλλου σώματος
αφού θα έχεις πια χαμογελάσει
μόλις
για μένα.

Julio Cortazar

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Το μάτι του πατέρα μου

Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.

Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.

Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.

Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.

Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.

Ελένη Βακαλό

.

Εξομολόγηση

Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά
Ας γραφεί με το αληθινό όνομα της
Ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η
Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική
Αφού έτσι πρέπει
Να πονέσω
Ακόμα πιο πολύ
Γι’ αυτό

Μπορούσα να αμύνομαι
Τώρα το λέω μοναξιά

Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί.
Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί.
Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάζονται.
Είναι αρκετός καιρός.

Κι όσο γι’ αυτά που σας άφησα
Σήμερα
Να υπονοηθούν
Δεν είναι από αγάπη
Το θέλησα
Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς
Μόνο για να μπορέσω
Από κάπου να βγω

(Στιγμή μεγάλης αναπνοής)

Αυτό το ποίημα
Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη
Πριν υποκύψω
Στων αλλοφύλων τις συμβουλές

Ελένη Βακαλό 

Η έννοια των τυφλών



- Απ' το ημερολόγιο των τυφλών -

Απλώθηκε σα σκιά απειλής κι ησυχίας μεγάλης, όταν
μέσα της   βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θάρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς
το μπορούσα κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του
φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου και αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
'Οπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και
τα νεύματα που διακρίνεις
'Ολα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα  και τα άλλα
που τον θάνατο ετοιμάζουν;

Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει

Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους
περνάει από τη γη
Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας - τι γρήγορα - τις ζώνες του καιρού
'Οχι με μιάς
Με πάλεψε, σ' όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοιά του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς

     Τώρα εκεί θα κατοικεί τ' ωραίο πουλί
Σ' ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων

Ελένη Βακαλό

Ιστορία αγάπης δεύτερη


Κρατώ τη φωνή του λάρυγγα πρώτα υψηλά
Κι ύστερα αρχίζω να διηγούμαι
Για εραστές που δεν έγιναν.
Μεταθανάτια θα έρθουν
Και σ' όνειρο, πνεύματα
[Γιατί να φοβάμαι τις λέξεις;)
Τα μέλη που λίγωναν άλλοτε
'Ανεμος, το βάρος τα λίγωνε έτσι
Και κάτι όμοιο σε μένα ετοιμάζεται
Στο σχήμα που αρχίζει πια κούφιο να μένει
Εκεί ο άνεμος θα έρθει
Περνώντας γλυκά ή και άγρια
Τους εραστές μου όσους δεν έγιναν
Συλλογίζομαι
(169)

(Του Κόσμου, 1978)
Ελένη Βακαλό

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Εἰκόνα



Πῶς δοκιμάζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλίας
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα χειριζόμενος λέξεις

εὐαισθητισμὸς εὐαισθησία αἰσθητισμὸς
εὐαισθησία καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαίσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιάζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφέ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βίβλο

ἀρχίζει μὲ χειροκροτήματα τὸ ποίημα.

Νίκος Καρούζος

Γυναῖκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας


Εἶσαι μία ἤπειρος τοῦ στήθους ἀπ᾿ τὸ βάθη τῶν φυλῶν
εἴσαοι πλανόδιο σὰν τὸ φεγγάρι
ὁ πόνος εἶναι πλόκαμος κ᾿ ἡ ἀγάπη σου ὑδράργυρος
γυναίκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας.
Ὅταν ἀφήνεις ἕνα βλέμμα στὶς κοιλάδες νὰ ὡριμάζει
καθὼς οἱ ἄνεμοι τὸ ταξιδεύουν ὡς τὰ ὕψη
νέμεσαι κλαδιὰ καὶ χύνεις δηλητήρια μέσ᾿ στὸ φεγγάρι.
Μόνη σὰ φόνος κατοικεῖς τὴ συνείδηση
συνωμοτώντας ἀντίκρυ στὶς θεότητες τῶν πουλιῶν
ἐσὺ μὲ μαῦρα ποταμικὰ μαλλιὰ
ἐσὺ πάλι καὶ πάλι μὲ σκοτεινὰ μάτια.
Λέω στὸν ἥλιο νὰ σταθεῖ χωρὶς τὴν ἀγαθότητα
σχίζοντας τὸ μεγάλο χρῶμα τοῦ ὀνείρου
στὸν ἥλιο νὰ σὲ πολεμήσει μὲ βοερὸ θειάφι
καὶ νὰ γκρεμίσει ὅλη τη θύμηση ποὺ μὲ παιδεύει.
Νὰ οἱ καιροὶ στὰ βήματά σου μ᾿ ἔφεραν
οἱ φυτικοὶ δεινόσαυροι τὰ οὐράνια πλάτη
μιὰ δέσμη χαλαρὴ τοῦ αἵματος ἕτοιμη νὰ σκορπίσει
τότε ποὺ φώναζα δίχως ἀπόκριση: Θέλω νὰ γίνω γαλάζιος.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ θάνατο
μὲ πορφυρὲς ἀνταύγειες ἀπ᾿ τὰ μέλη
ρώτησα μὰ δὲν ἔμαθα ποὺ βρῆκες τὸ σκοτάδι
σὲ μυστικὰ ρυάκια κλειδώνεις τὸν ἦχο σου
μόνη μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ φωνὴ τῆς σιωπῆς.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ μακρινὸ χάραμα
σώματα πέρασες ἀκόμη ταξιδεύεις.
Ἐγὼ δὲν ἔζησα κ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀττικῆς εἶν᾿ ὅλο τὸ ταξίδι μου
Σὲ τόσους καημοὺς τραγουδώντας
δὲν ξέρω τ᾿ ὅπλο τῆς λησμονιᾶς.

Νίκος Καρούζος

Μὲ λίγο καστανόχωμα


Θὰ βελτίωνα κυανὲς τῶν μίσχων ἀνατάσεις
μὰ ὅμως τὸ μυαλό μου σὲ κατάρρευση
θλιβερὲς κλωστὲς
κι ἀθρόιστα ξέφτια
- κόσμος πολὺς ἀπόξω περιμένει
κ᾿ ἐγὼ δὲν ἔχω κἂν οὔτε φράση
κι ἂν ἤθελα κάτι: νὰ πάγαινα στὸν ἀνοιχτό μου
τάφο περπατώντας
νὰ πήδαγα μέσα τὴν ὥρα τὴν ἔσχατη
καὶ τὰ φτυάρια στὰ γρήγορα νὰ μὲ κουκούλωναν ἕως
τὴν ἀπώλεια τῆς εἰκόνας μου.

25 Ἰουνίου 1990

Νίκος Καρούζος

Ὁ δεύτερος θάνατος


Homo erectus ἀπόμακρη ἀφετηρία τῆς Ἰλιάδας
δὲν ἤτανε καλύτερα νὰ ῥεμβάσεις μὲ τὰ τέσσερα;
Δὲ σοῦ ῾φτανε τὸ ἀηδόνι νὰ ἐκκλησιάζεται
στοὺς ἀφροδίσιους κλάδους τῶν δέντρων;
Τί διάολο τὴν ἤθελες τὴν ἔκλυτη ᾨδὴ τοῦ ποιητῆ
στὰ σωθικά του τὰ πικρὰ τὰ αἱματοτσακισμένα;
Τώρα τὴ χάνεις δυὸ φορὲς τὴν ὀμορφιὰ
σ᾿ ἕνα φριχτὸ ξερίζωμα οὐρλιάζοντας ζωὴ καὶ τέχνη
Ἂχ μάνα μου τί κατρακύλισμα στὸ μεγαλεῖο...
Θά ῾τανε ἡ ἄγρια στύση στοχάζομαι
ποὺ σοῦ ῾δωσε ὦ homo erectus τὴν αἴσθηση
νὰ σηκωθεῖς ὁλόρθιος σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Νίκος Καρούζος

Σχέδιο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ οὐρανοῦ


Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
τῆς φωνῆς μου ψηλὰ
ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμώνα
δὲν προσμένω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
κι ὅπως ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν αὔριο
μὲ τὸ φάσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Λὲν εἶναι, πιὰ ἡ Ἄνοιξη
δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ᾿ ἐδῶ λησμονημένος
νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερὰ ταξιδεύω
πάνω ἀπ᾿ τὰ γλυκύτερα
βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.
Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τύμπανών σου Μελλοντικὲ
ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἄνθη του
ἰδοὺ λοιπὸν γιατὶ τὸ συντρίβει.
Λησμόνησέ μας.
Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
κλαδιὰ κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη
ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου
τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.
Ἀπὸ χειμώνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα
ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους
ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.
Μεγάλη ἡ νύχτα κ᾿ ἡ ποίηση
τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.
Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…
Ὁ ἥλιος σου μάτωνε τὰ γόνατα κ᾿ οἱ ἄνθρωποι
φαίνονταν εὐεξήγητοι
σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!
Καὶ τώρα νὰ ἡ μοίρα σου
στὴν πόλη μέσα τὴ φρικτὴ
μ᾿ ἐνάντιο σπίτι ἐναντίον ἄνεμο.
Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης —
μὴ μὲ λησμονήσεις
πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα
μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.
Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.
Τὴ νύχτ᾿ ἀναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου
ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι
κ᾿ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη
εἶμ᾿ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς
ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.
Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα
πνοὴ ποὺ νὰ ῾βγεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου
δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες
ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα.
ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.
Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ -
πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ᾿ τὸν ὕπαιθρο
ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων
ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.
Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ
φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.
Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.
στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.
Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.
Μὴ δείχνεις - εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.
Ἡ φωνή μου λυγίζει.
Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.
Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.

Νίκος Καρούζος

Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα



Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.

Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.

Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...

Νίκος Καρούζος

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Το παραμύθι της ωραίας των μεγάλων πουλιών


Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι' έγειρε, κι' εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού. Kάτι ψίθυροι, όμως, που έρχουνταν απ' έξω, δεν τον αφίνανε να μπη βαθειά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού, να χαρή τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα που αρμενίζανε μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα. Eίτανε κει και δυο πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν είταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. "Πού βρισκόμαστε;" ερώτησε. O ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι' ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έρριξε όξω μια ματιά. "Πλησιάζουμε", είταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, "πλησιάζουμε στη Bηρυτό", κι' απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση, κι' ανοίγουν οι κρουνοί, κι' αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν' ανεβαίνουν ανησυχητικά. Tότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και την φιλά παράφορα στο στόμα. Mια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν' απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνη στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους. AYTOΣ O ΦAΛΛOΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε σ' ακρογιάλι, κι' έρχουνταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια, και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ' τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ' το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς, κι' όλο το τραγούδι : αργό, και σοβαρό, κι' ευγενικό. Mια κόρη ξεμάκρυνε απ' το χορό, γονάτισε χάμω, και κούρδιζε το γραμμόφωνο. O ποιητής, πάλι εκεί. "Xλωμότερος κι' από τη Σελήνη", της είπε.


(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
Νίκος Εγγονόπουλος

Μπαλλάντα της ψηλής σκάλας

      Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέη ο ποι-
                     τής Aπολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε,
                     και μερικοί αθάνατοι. Δυνατόν να είσαστε
                     σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα,
                     κι' εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για
                     ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω : ότι
                     υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι.
                     Όμως υ π ά ρ χ ο υ ν.

ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
- αυτόπτες μάρτυρες το λεν -
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής

αλητόπαιδες
- αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι' επεθάναν
ευυπόληπτοι και
"φιλήσυχοι αστοί" -
αλητόπαιδες - ξαναλέω -
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή

κι' ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν' ελεεινός σακάτης
θέλεις κι' ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή

αλλ' - ω του θαύματος ! -
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι' αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)

μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ' την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη - είτανε λεν χλωμός -
σαν τη Σελήνη φωτεινό
- αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής -

και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ' έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια

α θ ά ν α τ ο ς
- πιθανόν μαζύ με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια -
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό



(από το Στην Kοιλάδα με τους Pοδώνες, Ίκαρος 1992)
Νίκος Εγγονόπουλος

Όρθρου βαθέος

εκείνο που σ' εμένα
συγκινούσε
- και συγκινεί πάντοτε -
τους
ανθρώπους
είναι
η καταπληκτική μου ομοιότης
με τον
Aβραάμ Λίνκολν

μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούντζινό μου άγαλμα
σε μίαν οποιαδήποτε πλατεία του Πειραιώς
εναπόθεσαν
στα πόδια μου
σιωπηλά
κάτι
που έμοιαζε
- δεν εδιάκρινα καλά πάν' απ' το βάθρον -
σαν λείψανο
σα χάλκινο
μαγκάλι
μ' αναμμένα κάρβουνα

περίμενα να νυχτώση καλά
κι' όταν επλησίασα
να δω
διεπίστωσα
- με τι χαρά -
ότι δεν είταν τίποτ' άλλο
παρά
τα μαύρα μάτια της γυναίκας π' αγαπώ
που
ελάμπανε
μέσ' στο
σκοτάδι



(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
Νίκος Εγγονόπουλος

Καφενεία και κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα


οι ταξιδιώτες ήρθαν κι έφυγαν
κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του ίδιου πάθους
υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου
και μπροστά τους ν’ απλώνωνται όσο παίρνει το μάτι κι η καρδιά
τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα
να μπλέχουν στα κατάρτια τους
να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους
ναν τους σφυράν κρυφά μέσα στ’ αυτί με τη μπουρού
την ίδια οδύνη

λες ένα κίτρινο χρυσό
λαμπερό
να βάψη αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο
που το τρυπούν σκληρά
τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων
τα νυσταγμένα φώτα μιας αξιοδάκρυτης ―ιδανικής― πορνείας
και της ψωριάρικιας γκαμήλας το νυσταλέο «che vuoi?»

λες;

σκέψου πως είν’ αδύνατο
πως είναι κι απολύτως περιττό να ξεφωνίσης και να πης
όλη τούτη τη φλόγα
όπου τρώει τα σωθικά σου
και την κρατάς
ε, συ!
τόσο καλά
τόσο σφιχτά
τόσο βαθειά φυλακισμένη
μέσα σου

οι ταξιδιώτες λες εφύγαν ήρθανε
ελύσανε τα μάγια
λύσανε τις πριμάτσες
που τους κρατούσανε δεμένους στο μουράγιο
δεν είταν
ένας χορός ευγενικά θλιμμένος
όλες τούτες οι εξάρσεις των νοσταλγών
που σβει το κύμα
ως δαγκάνει λυσσαγμένο
των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ;
των πεύκων που εμεταμφιέστηκαν μόνο γι’ απόψε
μόνο
για να γενούν κομμήτες;

ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του
λέει:
«εσύ ’σαι
ο νέος προφήτης
μέσα στην τάφρο των δικών σου λιονταριών»


(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)
Νίκος Εγγονόπουλος

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Μετά


Ο απώτερος ουρανός που δεν είναι ο τωρινός
ο ουρανός από όταν βγω σε σύνταξη
θα διαρκεί όλη μέρα
όλη την ημέρα θα πέφτει
σαν βροχή ηλίου πάνω στη φαλάκρα μου.

Θα είμαι λίγο κουφός για να ακούω τα δέντρα
αλλά οπωσδήποτε θα θυμάμαι ότι υπάρχουν
ίσως λίγο γέρος για να πηγαίνω στην άμμο
αλλά η θάλασσα ακόμη θα με μελαγχολεί
θα είμαι χωρίς μνήμη και χρήμα
με το χρόνο νεογέννητο στην αγκαλιά μου
και θα κλαίει μαζί μου και θα κλαίω μαζί του
θα είμαι ερημίτης όπως ένα στρείδι
αλλά θα μπορώ να μιλώ για τους πιστούς μου φίλους
που όπως πάντα θα διηγούνται από την Ευρώπη
τα κάθε φορά πιο δειλά λαθρεμπόρια κι υποτροφίες.

Σίγουρα θα είμαι στην όχθη του κόσμου ατενίζοντας
παρελάσεις για παιδιά και συνταξιούχους
αεροπλάνα
εκλείψεις
και λεμβοδρομίες
και θα φορώ καπέλο για να κοιτώ το φεγγάρι
κανείς δεν θα ζητήσει αναφορές μήτε ισολογισμούς μήτε αριθμούς
και θα έχω μόνο ωράριο θανάτου
αλλά ο απώτερος ουρανός που δεν είναι ο τωρινός
εκείνος ο ουρανός όταν βγω σε σύνταξη
θα έχει φτάσει υπερβολικά αργά.


(Από τα Ποιήματα του γραφείου (1956))
Mario Benedetti

Ακόμη


Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδη
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.

(μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος)
Mario Benedetti

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Α, για να πω

Μέσα από τη μάζα του πλήθους, όπου άνθρωπος και μόνος
βγήκε αυτό που βγήκε: η περιθωριακή μοναξιά.
Περιθώριο, δηλαδή μια λέξη-έννοια που την αποφεύγουν
θέλω να πω: καλύπτει όλους. Λοιπόν;
Λέω λοιπόν για κείνο
το «περιθώριο της μέρας νύχτας» που σκεπάζει
αυτά που όλοι ξέρουνε βέβαια
αλλά τα κρύβουνε
φοβισμένοι
έντρομοι από ενοχές. Μοναξιά λοιπόν.
Λοιπόν, γιατί εγώ είμαι μικρή
ακόμα, είναι οι ενοχές.
Κράτος-Βία, έπεσε στην «αγορά» τόση ηρωίνη
που θα’ πινε κι η μάνα μου. Και βέβαια
δε μιλάω για συμπαράσταση
για ιδρύματα, για θάνατο δε μιλάω.
Παίζει παντού.
Α, για να πω: Περιθώριο = Μοναξιά; …
Α, ναι.
Η γλώσσα μας; Περιθωριακή. Εγώ τι;
Είμαι απόβλητη;
Είμαι αναρχική;
Είμαι τοξικομανής; Ή πρεζάκι όπως το λέτε;
Μίασμα για τα «καλά παιδιά»;
Φαγητό, ύπνος, σχολείο;
Τα μαλλιά μου και το μηχανάκι
αποδείξεις για αναρχικούς;
Ντροπή σας.
Να δηλώνω χρήστης
για να μη με μπαγλαριάσουνε στη γενική ανασφάλεια;
Και πού είναι η ζωή, τα χρώματα, η μουσική;
Και που είναι ο έρωτας; Η θάλασσα; Τα τραγούδια;
Πολλά είπα και μαθαίνετε. Για την ώρα αυτά.
Γεια. Γεια χαρά, ούτε λόγος.

από τη συλλογή: «μέ λένε ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Κατερίνα Γώγου