Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικό διάζωμα σε ένα Γκαράζ

Περπατούσα μέσα στην πόλη πέρασα πρεσβείες στο χρώμα της όμπρας
και παλάτια που είχαν σειρές από πεύκα
χοντρά φοινικόδεντρα δίπλα σε μπαλκόνια
η ζέστη κάτι
που μπορούσες στ’ αλήθεια να αγγίξεις
τα χαμίνια με πανούργα
εγκληματικά πρόσωπα
πίσω από αμερικανούς ναύτες
- με τη θύμηση του νερβάλ rend-moi le pausilippe
et la mer d’ Italie & ζώντας
πάνω στο λόφο του ποζίλιπο κάτω
από κάποιου γκάνγκστερ την αίθουσα χορού
ανάμεσα σε καρδερίνες
στον κόλπο της νάπολης
σ’ ένα πέτρινο εξοχικό
πάνω από πορώδη σπήλαια που το χειμώνα μέσα τους
χτυπούσε η θάλασσα γλυκέ ζεράρ
εκατό χρόνια
έχουν αυξήσει την ερήμωση
ο πύργος είναι πράγματι πεσμένος και ο ήλιος σκοτείνιασε
ξεπερνώντας την απελπισία το μεγάφωνο πνίγει
καρδερίνες βράχους σπήλαια
τα πάντα στα χέρια των κακοποιών
παρόλα αυτά πέρασα τον καιρό μου κάνοντας όνειρα μες από τούτη
την φανταστική καταστροφή
περπατώντας σε ανήμερα σοκάκια φίσκα στην μπουγάδα
με κίτρινες κολοκύθες στα παράθυρα και
γκρεμισμένες λιθοδομές πολέμων
ανθρώπινη διαφθορά
τόση πολλή και ανέλπιστη που γελάω
μέχρι που άξαφνα ανάμεσα στις λαδωμένες και λιγδιασμένες πατσαβούρες
και τους τροχούς και τα αξόνια ενός γκαράζ
είδα τις γλυπτές γυμνές φιγούρες ενός
κλασικού διαζώματος
εκεί πάνω από τα διαλυμένα
εξαρτήματα των αυτοκινήτων!
τέλειο! και πόσο παράξενο! το γκαράζ!
να καταπίνει τη σαρκοφάγο!
ήρεμα τον μηχανικό να ψεκάζει
το χρώμα σ’ έναν προφυλακτήρα
μια ο λάπηθος & μια ο κένταυρος τον παρατηρούσαν!
ροή
αλόγιστης σάρκας!
ντόμπροι μηροί! μάτια
της αφροδίτης!
της μεσογείου ο μύθος
βρισκόταν σ’ εκείνο το γκαράζ
εκεί που μελαψοί γεροδεμένοι
νέοι δεν έβλεπαν τίποτα ασυνήθιστο
στο έργο τους
ανάμεσα σε ήρωες νεκρούς και θεούς
τον ερμή όμως είδα μες στο ουράνιο τόξο
του σκούρου λαδιού πάνω στο πάτωμα
να καθρεφτίζεται
και τα άγρια μαλλιά της σίβυλλας
καθώς τα λόγια της κόχλαξαν
παράφρονα και πνίγηκαν
κάτω απ’ της μηχανής το μουγκρητό.

(Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς-Προδημοσίευση από τα "Ποιήματα", Ηριδανός 2009)
Harold Norse

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Μακ ο μαχαιροβγάλτης


Όπου πέφτουν καρχαρίες
βγαίνει αίμα στον αφρό.
Ο Μακήθ βγαίνει στο Σόχο
μ’ άσπρο γάντι καθαρό.

Πυρκαγιά προχθές στο Σόχο
εκαήκαν δυο παιδιά.
ο Μακήθ να μη το μάθει
έχει ευαίσθητη καρδιά.

Bertolt Brecht

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τἄ ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
Πάνω νερὰ
Νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
Στὰ τυφλά, πεισματάρης
Καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο
Ἄφησε κι ἂς γελοῦν
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
Στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
Στ᾿  ὀρφανισμένο του ὁ πάρο
Ἄφησέ τους

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
Ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.

Γιῶργος Σεφέρης

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Μετά

Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες.
Mόνος μάρτυρας ο ίδιος εσύ.
Tα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου.
Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια.
Tώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος)
ούτε βιάζεσαι ούτε καθυστερείς,
γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.

Γιάννης Ρίτσος

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Τι φοβερό

Τι φοβερό,τι φοβερό
την ώρα που ξεκρίνεις
μέσα σου να σκιρτάει ο πειρασμός
της καλοσύνης.

Bertolt Brecht

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Πίσω στην Τάιμς Σκουέαρ ονειροπολώντας την Τάιμς Σκουέαρ


Αφήστε κάποιον θλιμμένο τρομπετίστα
να σταθεί στους άδειους δρόμους την αυγή
και να φυσήξει ένα ασημένιο ρεφρέν
στα κτίρια της Τάιμς Σκουέαρ,
εις μνήμην δέκα χρόνων, στις 5 το πρωί
με το λεπτό λευκό φεγγάρι μόλις
ορατό
πάνω απ’ τα πράσινα και υπερυψωμένα γραφεία
των Μακ Γκρόου - Χιλλ
ένας μπάτσος περνάει, μα είναι αόρατος
μέσα στη μουσική του
Το ξενοδοχείο Γκλόουμπ, ο Γκάρβερ ξάπλωνε ‘κει
σε γκρίζα κρεβάτια κι έγερνε
και καθάριζε τις βελόνες του-
και εγώ ξάπλωνα ‘κει πολλές νύχτες συμβιβασμένος
με τα παρατημένα ματωμένα του μπαμπάκια
κι ονειρευόμουν τον Μπλαίηκ να μιλάει-
Ήμουν μόνος ,
εδώ και δύο χρόνια ο Γκάρβερ είναι νεκρός στο Μεξικό,
το ξενοδοχείο χάθηκε κι έγινε πάρκιν
κι εγώ είμαι πάλι εδώ- κάθομαι ξανά στους δρόμους-
Οι ταινίες πήραν τη γλώσσα μας
οι μεγάλες κόκκινες επιγραφές
ΔΥΟ ΦΟΒΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
Εφηβικός Εφιάλτης
Οι ταραξίες της Σελήνης
Μα ποτέ δεν ήμασταν ταραξίες κι εφιάλτης
αλλά αναζητητές της ξανθής νύξης
για την Αλήθεια.
Μερικοί γέροι είν’ ακόμα ζωντανοί
μα οι παλιοί πρεζάκηδες χάθηκαν -
Είμαστε ένας θρύλος, αόρατοι
μα θρυλικοί, όπως είχε προφητευτεί.

Allen Ginsberg

Τραγούδι

Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας.
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
ω, μην τρομάζετε καθόλου που είμαι αθώρητη
κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί να δει.

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
κι είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
όλη-όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ' ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

(απόδοση Γιάννη Ρίτσου)
  Ναζίμ Χικμέτ


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Ντορούτσκα

Μακριά από συγγενείς
Κοντά από ξένους
Αυτή η βασική κληρονομιά
Από τη μαμά
Οι συγγενείς ζούνε
με μάσκες οξυγόνου

Μου λένε στο τηλεφώνημα
το υπεραστικό
Και εισπράττουν σαν κατάρα
Το καλή χρονιά μου
Ενώ οι ξένοι
Μου αγοράζουν
τον εξοπλισμό
για τη δουλειά μου
Κι η Ντορούτσκα
Που είναι πολύ άρρωστη
η καημένη
Μου φέρνει
τ`ανθοχαμόγελό της
Κι ένα πράσινο φύλλο
Γλυκιά μου Ντορούτσκα
Γλυκείς μου ξένοι
Της μαμάς κληρονομιά.


Λένα Πλάτωνος

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Τέλος

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα



Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
 μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.

Μανόλης Αναγνωστάκης