Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Εαυτούληδες

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...

(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)
Γιάννης Σκαρίμπας

Ο Τζουτζές


               Στον Νίκο Ζούδιαρη

«Κάνε με να κλάψω» είπε ο βασιλιάς
«κάνε με να κλάψω» είπε και γέλαγε.
«Χάθηκε η μάχη, κάνε με να κλάψω»,
χάθηκε ο διάδοχος» είπε και γέλαγε.
«Ο εχθρός μου νίκησε, κάνε με να κλάψω,
χάνεται η χώρα μου» είπε και γέλαγε.
«Δύναμη στο κλάμα» είπε ο τζουτζές
«δεν έχω καμιά»» είπε και γέλαγε.
«Των δακρύων την τέχνη δεν μου τη διδάξανε,
δεν μου τη ζητήσανε» είπε και γέλαγε.
«Με διαταγή σου, έγινα χαρούμενος,
Ξέμαθα στον πόνο» είπε και γέλαγε.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο τζουτζές.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο βασιλιάς.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε και γέλαγε.

(Από την ενότητα «Εκδοχές του τέλους»)
Αργύρης Χιόνης


XLII

Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.

Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του.

Fernando Pessoa

Ποίημα στους φίλους

Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

(απόσπασμα)

Jorge Luis Borges

Τέλος


Απεραντοσύνη
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλάνητα!
όμως τώρα σε ποιον ουρανό,
σε ποιο άστρο να οδεύσω;
Κάτω μου
ο κόσμος
κ' οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμον ακολουθία.

(απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Vladimir Mayakovsky

Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα



Όταν δια της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....

....................

Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα;

.............................

Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.

.................................

Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

..................................

Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.

.................................

(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
Ανδρέας Εμπειρίκος

Τραγούδι


Τι μέρα έχουμε
Όλες τις μέρες έχουμε
Καλή μου
Είμαστε η ζωή ολόκληρη
Έρωτά μου
Αγαπιόμαστε και ζούμε
Ζούμε και αγαπιόμαστε
Και δεν ξέρουμε τι είναι η ζωή
Και δεν ξέρουμε τι είναι η μέρα
Και δεν ξέρουμε τι είναι ο έρωτας.

Jacques Prevert


Άτιτλα

Κάτ’ απ’ αυτό το σακί από δέρμα και κόκαλα, το κεφάλι μου, υποβόσκει μια αγωνία αδιάπτωτη, όχι σαν ζήτημα ηθικό, σαν τις εκλογικεύσεις μιας φύσης ηλιθιωδώς ακριβολόγας, ή κατοικημένης απ’ την μαγιά κατοπινών ανησυχιών και κατευθυνόμενης προς άγνωστες κορφές, αλλά σαν μια (μετάγγιση)

στο εσωτερικό,

σαν αποποίηση της ζωτικής ουσίας μου,

σαν τη φυσική και ουσιώδη απώλεια

(θέλω να πω απώλεια απ’ τη σκοπιά της ουσίας)

ενός κάποιου νοήματος.

Antonin Artaud

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Πολυξένη

Bρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Kουταλιανού. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη ! Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Kαι όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ’ απ’ τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Kι’ όταν έσκυψα να δω μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ’ άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια : το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης.

Νίκος Εγγονόπουλος

Η παρουσία


Στη Μαρία Κάλλας
Αυτό που χάθηκε ήταν ουράνιο
Κι η άρρωστη ψυχή, αγία.
Το τίποτα ήταν αέρας που άλλαζε ανεξήγητα
Κατεύθυνση, έχοντας απόλυτη επίγνωση
Των διαφορετικών προορισμών του.
Στο τίποτα που προχωρούσε
Εμπνευσμένο στα ψηλά
Ανήσυχο σαν χείμαρρος στα χαμηλά
Αυτό που το ενδιέφερε ήταν μία και μόνο ιστορία
Που κατά κάποιο τρόπο είχε αρχίσει
Κι έπρεπε να συνεχισθεί: η δικιά σου.
Ποιος με φώναξε εκεί;
Κάθε πρωί ξανάρχιζε η τραγωδία της ύπαρξης,
Πίσω από τα πατζούρια, πρώτα κλειστά κι αργότερα
Ανοικτά, όπως στην Εκκλησία.
Λες και ο θείος αέρας φυσούσε ανώφελα
Ή μόνο και μόνο για τους αυτόπτες μάρτυρες-
Μετά οι συνήθειες, αυτές οι αδελφές της τραγωδίας-
Η θάλασσα κι ο αέρας εξυμνήθηκαν δεόντως από εμάς-
Το δικό σου “esse est percipi' συναντούσε ανυπέρβλητα
Εμπόδια, και κάθε σου νίκη ήταν μια περιορισμένη νίκη,
Κι έπρεπε να αρχίσεις πάλι από την αρχή, αμέσως,
Σαν ένα λουλούδι που χρειάζεται συνέχεια νερό.
Όμως εγώ Μαρία, δεν είμαι το αδελφάκι κανενός.
Επιτελώ άλλες προδιαγραφές, που δεν γνωρίζω.
Όχι εκείνη της αδελφοσύνης,
Αυτής τουλάχιστον που γίνεται συνεργός και συνένοχη,
Και υποθάλπει πότε την υποταγή, πότε την ηρωική
Ασυνειδησία των ανθρώπων. Αδέλφια δικά σου είναι,
Οι άνθρωποι, όπως και να το κάνουμε, όχι δικά μου.
Κι Εσύ, πανικόβλητη αφού το ήξερες και αυτό,
Πως θα τα έχανες όλα τα αδέλφια σου,
Αυτοσχεδιάζεις πλέον να γίνεις η μάνα του εαυτού σου.
Επιτρέπεις στην κόρη σου να είναι βασίλισσα,
Να ανοιγοκλείνει τα πατζούρια όπως σε μια ιεροτελεστία
Που γίνεται αποδεκτή από τους καλεσμένους,
Το υπηρετικό προσωπικό, τους απομακρυσμένους θεατές.
Κι όμως, αυτό, αυτό το κοριτσάκι,
Αισθάνεται πως έχασε τα πάντα αν για μια
Έστω στιγμή δεν θα το πρόσεχε κανείς.
Αχ! Ο άνεμος δεν φυσάει πάνω σε ακίνητα νησιά,
Πάνω από τη φρίκη της ανυπαρξίας φυσάει τ’ αγέρι
Ο θεός αέρας
Δεν σε γιατρεύει, παρά μόνο σε αρρωσταίνει πιο πολύ.
Προσπαθείς να πιάσεις αυτό το κοριτσάκι,
Ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα, ούτε μια στιγμή
Δεν σταματάν οι απεγνωσμένες σου προσπάθειες
Να το ξαναφέρεις κοντά σου:
Επειδή έτσι ακούραστα επιμένεις
Μου ανάβεις την επιθυμία να σε φιλήσω.

Pier Paolo Pasolini

Άτιτλο

Κανένας απο τους φυλακισμένους δεν ξαναβρήκε την σεξουαλική
του ισσοροπία. Μελαγχολίες,ανικανότητα,αυπνία..ερωτικό
διασκόρπισμα σε γλώσσες, διάβασμα, παιχνίδια, μουσική και
γυμναστική.

Οι φυλακισμένοι έχτισαν δικό τους θέατρο, που μαρτυρούσε
την απίστευτη απραξία τους. Ένας νεαρός ναύτης που αναγκάστηκε
να παίζει γυναικείους ρόλους,σύντομα έγινε η αγαπημένη της
<<πόλης>>, γιατί στο μεταξύ ονομάστηκαν <<πόλη>> και
έβγαζαν δήμαρχο,αστυνομία και δημοτικούς συμβούλους.

Στην παλιά Ρωσία ο Τσάρος παραχωρούσε, απο τη δική του
πονηριά ή κάποιου απτους συμβούλους του, μια εβδομάδα
ελευθερίας σ'έναν κατάδικο απο κάθε φυλακή του. Την
εκλογή την άφηναν στους ίδιους τους φυλακισμένους και
γινόταν με διάφορους τρόπους.Μερικές φορές με ψηφοφορία,
μερικές με κλήρο, συχνά με τη βία. Είναι φανερό πως ο εκλεγμένος
έπρεπε να είναι άντρας με μαγεία, αρρενωπότητα, πείρα,
ίσως με το χάρισμα του λόγου, ένας άντρας με δυνατότητες.
Αδύνατη κατάσταση τη στιγμή της ελευτθερίας,αδύνατη
εκλογή, καθορίζοντας τον κόσμο μας στις συγκρούσεις του.

(Οι κύριοι, σημειώσεις για την όραση)
James Douglas Morrison

V

Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα
Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε
Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο

Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν
Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου
Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο
Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις χαραμάδες του
Κι αν ‘ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας

Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος
Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα παιδί σου
Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει
Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ‘ταν
καλύτερα
Να σάλευμα μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα
Μη βρίσκεις τα’ αυτιά μου και τις κόγχες μου
Θα ‘ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή
Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιου ρωμαλέους
Παρά να ‘ναι η φωνή μου παραμορφωμένη
Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει

Τι σε ρωτώ όλα τα’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν
Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά
Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ
Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα ανθρώπων
Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ‘κοψε το τραίνο
Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη
Ν’ ακολουθούνε τι σιγή τους.

Δ.Π.Παπαδίτσας

Τα βέλη


Ένα κορίτσι σ' ένα κήπο
Δύο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Μία παλάμη σ' ένα τζάμι
Μία παλάμη σ' ένα στήθος
Ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται
Ένα βυζί που αποκαλύπτεται
Ενώ ο τοξότης με τα βέλη
Λάμπει ψηλά στον ουρανό
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Το μαγικό λυχνάρι του Πικάσο

Όλα τα μάτια μιας γυναίκας στον ίδιο πίνακα
Τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης που η μοίρα χτύπησε
κάτω απ’ τα ακίνητα λουλούδια μιας φτηνής ταπετσαρίας
Το άσπρο χορτάρι του φονικού σε δάσος από καρέκλες
Ένας ζητιάνος από χαρτόνι ξεκοιλιασμένος πάνω σ’ένα μαρμάρινο τραπέζι
Οι στάχτες ενός πούρου πάνω στην αποβάθρα κάποιου σταθμού

Το πορτραίτο ενός πορτραίτου
Το μυστήριο ενός παιδιού
Η αναντίρρητη λαμπρότητα ενός πάγκου μαγειρείου
Η άμεση ομορφιά ενός κουρελιού που παρασύρεται απ’ τον άνεμο
Ο τρελλός τρόμος της παγίδας στο βλέμμα του πουλιού
Το παράλογο χλιμίντρισμα ενός αλόγου ασυνάρτητου
Η ανυπόφορη μουσική των μουλαριών με τα κουδούνια
Ο ταύρος που σκοτώνεται στεφανωμένος με καπέλλα
Η πάντα διαφορετική γάμπα μιας κοκκινομάλλας που κοιμάται
και το πελώριο αυτί των πιο μικρών καημών της

Το αεικίνητο που εξαπατήθηκε απ’ το χέρι
Η χαρά της κάθε μέρας και η αβεβαιότητα του θανάτου
και το σίδερο του έρωτα στην πληγή ενός χαμόγελου
Το πιο μακρινό αστέρι του πιο ταπεινού σκύλου
και αλατισμένη σ’ένα τζάμι η γλυκειά γεύση του ψωμιού
Η γραμμή της τύχης που χάθηκε και ξαναβρέθηκε τσακισμένη
και ανορθωμένη στολισμένη με τα κουρέλια της αναγκαιότητας
Η εκκωφαντική εμφάνιση μιας σταφίδας απ’ τη Μάλαγα
σε μια πουτίγκα ρυζιού

Ένας άντρας σε μια τρώγλη πληκτική με κόκκινες ανταύγειες
η νοσταλγία
και η εκτυφλωτική λάμψη ενός πατώματος από κεριά
Ένα παράθυρο πάνω στη θάλασσα ανοιχτό σα στρείδι
το ξυλοπάπουτσο ενός αλόγου και το γυμνό πόδι μιας ομπρέλλας
Η απαράμιλλη χάρη μιας τρυγόνας ολομόναχης
μέσα σε σπίτι παγωμένο
Το νεκρό βάρος ενός εκκρεμούς και οι χαμένες του στιγμές
Ο υπνοβάτης ήλιος που απότομα μέσα στη νύχτα ξυπνάει την κοιμισμένηκαι ξάφνου έκπληκτη Ομορφιά ρίχνει στους ώμους της ένα πανωφόρι καμινάδας και την παρασύρει μες στο σκοτάδι καπνού καλυμμένου με το λευκό της Ισπανίας, ντυμένου με χαρτιά κολλαριστά

Και τόσα ακόμα
Μια κιθάρα από ξύλο πράσινο που νανουρίζει την παιδική ηλικία της τέχνης
Ένα εισιτήριο τραίνου με όλες του τις αποσκευές
Το χέρι που μετατοπίζει ένα πρόσωπο που σκίζει το πρόσωπο ενός τοπίου
Ο σκίουρος που ξεπετάχτηκε απότομα
απρόσμενα από μια θήκη μπουκαλιών
ή ένα μουσικό κουτί σαν πανοπλία πράσινων μακρόβιων και φαλλικών φυτών
και τον χαϊδεύει μια γυμνή νέα κοπέλλα
υπέροχη χαμογελαστή και άσεμνη
που κι αυτή ξεπετάχτηκε απότομα από μια σάπια θήκη
ενός νοσταλγικού ακαδημαϊκού φοίνικα απελπιστικά γέρου
κι ωραίου σαν κάτι αρχαίο

Και οι καμπάνες με ψαθάκι πρωινό να ραγίζουν από τις κραυγές
μιας απογευματινής εφημερίδας
Οι τρομερές δαγκάνες ενός κάβουρα που ξεπροβάλλουν κάτω απ’ το καλάθι
Το τελευταίο λουλούδι ενός δέντρου με τις δυο σταγόνες νερού ενός κατάδικου
Και η νύφη πανέμορφη μόνη και απαρνημένη
σ’ένα κρεββάτι βαθύ κόκκινο της ζήλειας
απ’ το χλωμό τον τρόμο των πρώτων της συζύγων

Κι έπειτα σε κήπο χειμωνιάτικο στη ράχη ενός θρόνου
μια γάτα τρομαγμένη με τα μουστάκια της ουράς της
στα ρουθούνια κάποιου βασιλιά

Και στο πέτρινο πρόσωπο μιας γριάς καθισμένης δίπλα σ’ ένα καλάθι από λυγαριά ο σβησμένος ασβέστης ενός βλέμματος

Και συσπασμένα πάνω στο φρέσκο μίνιο του κιγκλιδώματος ενός κάτασπρου φάρου μελανιασμένα από την παγωνιά τα δυο χέρια ενός περιπλανώμενου Αρλεκίνου που κοιτάει τη θάλασσα και τα μεγάλα της τα άλογα που αποκοιμιούνται μέσα στη δύση κι έπειτα πάλι ξυπνούν με ρουθούνια αφρισμένα μάτια που φωσφορίζουν ξετρελλαμένα από τη λάμψη του φάρου και τα ανυπόφορα περιστρεφόμενα φώτα του
Κι ένας καλοψημένος κορυδαλλός στο στόμα ενός ζητιάνου

Μια άρρωστη κοπέλλα τρελλή, σ’ένα δημόσιο κήπο, που, χαμογελώντας μ’ένα μηχανικό χαμόγελο σα σκίσιμο και λικνίζοντας στην αγκαλιά της ένα παιδί ληθαργικό χαράζει στο χώμα με το γυμνό βρώμικο πόδι της τη σιλουέτα του πατέρα, το χαμένο του πρόσωπο, ενώ παρουσιάζει στους περαστικούς το νεογέννητο της, φτιαγμένο από κουρέλια,
Κοιτάξτε λοιπόν τον ωραίο μου γιο,
Κοιτάξτε λοιπόν την ωραία μου κόρη,
το θαύμα των θαυμάτων μου, το νόθο μου παιδί, από τη μια είναι αγόρι ενώ απ’ την άλλη είναι κορίτσι,
κάθε πρωί το αγόρι κλαίει και κάθε βράδυ παρηγορώ το κορίτσι
και τα κουρδίζω όπως τα ρολόγια

Κι ακόμα ο φύλακας της λεωφόρου γοητευμένος από το λυκόφως
Η ζωή μιας αράχνης που κρέμεται  από έναν ιστό
Η αϋπνία μιας κούκλας με σπασμένο μηχανισμό και τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα για πάντα
Ο θάνατος ενός λευκού αλόγου τα νιάτα ενός σπουργίτη
Η πόρτα ενός σχολείου στην οδό Πον ντε Λοντί
Και οι μεγάλοι Αυγουστίνοι παλουκωμένοι στα κάγκελα ενός σπιτιού σ’ένα μικρό δρομάκι που έχουν το όνομα του
Όλοι οι ψαράδες της Αντίμπ γύρω από ένα μόνο ψάρι

Η βία ενός αυγού και η θλίψη ενός στρατιώτη
Η έμμονη παρουσία ενός κλειδιού κρυμμένου κάτω από το χαλάκι κάποιας πόρτας
και η γραμμή του στόχου και η γραμμή του θανάτου
στο παχουλό και αυταρχικό χέρι ενός ομοιώματος ανθρώπου παχύσαρκου που παραληρώντας κρύβει με φροντίδα πίσω από τις σημαίες και τους εσταυρωμένους που θεαματικά στολίζουν το μεγάλο νεκρώσιμο μπαλκόνι του μουσείου του τρόμου και των πολεμικών τιμών
κρύβει το ζωντανό γελοίο άγαλμα των μικρών κοντών ποδιών του του ασύμμετρου θώρακα
αλλά παρά το ωραίο του χαμόγελο το μεγαλειώδες και μεγαλόψυχο δεν καταφέρνει να κρύψει τα ανίατα κι αξιολύπητα ίχνη του φόβου της ανίας του μίσους και της μαλακίας τα χαραγμένα στη μάσκα του από κρέας υπόξανθο χλωμό σαν τα άσεμνα συνθήματα της μεγαλομανίας που οι αξιοθρήνητοι βασανιστές της νέας τάξης χαράζουν στα ουρητήρια της νύχτας

Και πίσω του στη θήκη ενός μισάνοιχτου διπλωματικού σάκκου
το απλούστατο πτώμα ενός φτωχού χωρικού που χτυπήθηκε στο χωράφι του με ράβδους χρυσού από αναμάρτητους χρηματιστές
Και παραδίπλα σ’ένα τραπέζι μια ανοιχτή χειροβομβίδα και μέσα της
μια πόλη ολάκερη
Κι όλος ο πόνος αυτής της γκρεμισμένης και ματωμένης πόλης
σε χρώμα άσπρο

Κι ολόκληρη η πολιτοφυλακή να περιστρέφεται γύρω από το φορείο
όπου ακόμα ονειρεύεται ένας νεκρός τσιγγάνος
κι όλος ο θυμός ενός λαού ερωτευμένου
εργατικού ανέμελου και γοητευτικού
να ξεσπάει απότομα
σαν την κόκκινη κραυγή ενός κόκκορα που σφάχτηκε δημόσια
Και το ηλιακό φάσμα των χαμηλόμισθων που υψώνεται αιμόφυρτο πάνω απ’ τη ματωμένη είσοδο ενός εργατικού σπιτιού κρατώντας στ’ακροδάχτυλα, φτωχό φως της αθλιότητας, μια λάμπα ματωμένη απ’ τη Γκουέρνικα κι αποκαλύπτει καταμεσής της μέρας με το σκληρό αληθινό του φως τις ανυπόφορες ψεύτικες αποχρώσεις ενός ξεθωριασμένου κόσμου
χρησιμοποιημένου μέχρι το τέρμα και αδειανού ως το μεδούλι
Ενός κόσμου επί ποδός
Ενός κόσμου καταδικασμένου
και ήδη ξεχασμένου
Πνιγμένου απανθρακωμένου απ’ τις χίλιες φωτιές
του νερού ενός μικρού ποταμού λαϊκού
όπου το αίμα του λαού τρέχει ακούραστα ανεξάρτητα
στις αρτηρίες και τις φλέβες της γης και στις αρτηρίες και τις φλέβες των γνήσιων παιδιών της
και ζωγραφισμένο απλά σ’ένα άγραφο χαρτί
το πρόσωπο οποιουδήποτε παιδιού

Το πρόσωπο του Αντρέ Μπρετόν το πρόσωπο του Πολ Ελυάρ
το πρόσωπο του αμαξά που πρόβαλε στο δρόμο
Η λάμψη που ξεχύνεται καθώς κλείνει το μάτι του ο ανθοπώλης
Το διάσπαρτο χαμόγελο ενός γλύπτη που φτιάχνει κάστανα γλυπτά
και σκαλισμένο στο γύψο ένα γύψινο πρόβατο σγουρό
που βελάζει την αλήθεια στα χέρια ενός γύψινου βοσκού όρθιου δίπλα σ’ένα σίδερο ρούχων
Δίπλα σ’ένα άδειο κουτί πούρων
Δίπλα σ’ένα μολύβι ξεχασμένο
Δίπλα στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου
Δίπλα σ’ένα κορδόνι παπουτσιών
Δίπλα σε μια πολυθρόνα με κομμένα τα πόδια απ’ την κούραση των χρόνων
Δίπλα σ’ ένα πόμολο
Δίπλα σε μια νεκρή φύση όπου τα παιδικά όνειρα μιας νοικοκυράς
ψυχορραγούν στην κρύα πέτρα του νεροχύτη σαν ψάρια που ασφυκτιούν και σκάνε
στα αναμμένα κάρβουνα

Και το σπίτι να κουνιέται συθέμελα απ’ τις καημένες κραυγές του νεκρού ψαριού της νοικοκυράς που ξαφνικά με απελπισία ναυαγεί και ανασηκώνεται από τα βάθη του πατώματος για να αγκυροβολήσει αξιολύπητα στον κήπο του Βερ Γκαλάν στις όχθες του Σηκουάνα
Κι εκεί παραλυμένη σ’ένα παγκάκι
Λογαριάζει
Και δε βλέπει τον εαυτό της αθώο διεφθαρμένο απ’ τις αναμνήσεις
και θερισμένο σα στάχυ
Ένας χώρος της απομένει ένα υπνοδωμάτιο
Και καθώς παίζει κορώνα γράμματα
ελπίζοντας μάταια να κερδίσει λίγο χρόνο
Ξεσπάει μεγάλη καταιγίδα μέσα στον τρίφυλλο καθρέφτη
Μ’ όλες τις φλόγες της ζωής της χαράς της
Όλες τις λάμψεις της ζεστασιάς της
Όλες τις λάμψεις της καλής διάθεσης
Και δίνοντας τη χαριστική βολή στο σπίτι που είχε χάσει το δρόμο του
Βάζει φωτιά στις κουρτίνες του υπνοδωμάτιου
και κυλώντας σα σφαίρα φλογισμένη
τα σεντόνια στα πόδια του κρεββατιού
Ανακαλύπτει γελώντας μπροστά σ’ όλον τον κόσμο
το παζλ του έρωτα με όλα του τα κομματάκια
Όλα τα κομμάτια του τα διαλεγμένα τα διαλεγμένα απ’ τον Πικάσο

Ένας ερωτευμένος η αγαπημένη του και τα πόδια της στο λαιμό της και τα μάτια στους γλουτούς τα χέρια λίγο πολύ παντού
Τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και τα στήθη πάνω κάτω
Τα δυο κορμιά τιναγμένα ανταλλαγμένα χαϊδεμένα
Ο έρωτας αποκεφαλισμένος απελευθερωμένος και μαγεμένος
Το εγκαταλειμένο κεφάλι κυλάει στο χαλί
Οι ιδέες αφημένες, ξεχασμένες στην άκρη
δεν είναι πια εμπόδια απ’ τη χαρά την ηδονή
Οι ιδέες θυμωμένες απατημένες από το θυμωμένο έρωτα
Οι ιδέες χωμένες και έκπληκτες σαν άθλιοι ποντικοί θανάτου
που οσμίζονται ότι έρχεται το ανατρεπτικό ναυάγιο του Έρωτα
Οι ιδέες ξανά στη θέση τους  μπροστά στην πόρτα του δωματίου
δίπλα στο ψωμί και τα παπούτσια
Οι ιδέες καρβουνιασμένες κλεμμένες εξατμισμένες άδειες από ιδέες
Οι ιδέες απολιθωμένες μπροστά στη θαυμαστή αδιαφορία
ενός κόσμου παθιασμένου
Ενός κόσμου που ξαναβρέθηκε
Ενός κόσμου που δε συζητιέται και δεν εξηγείται
Ενός κόσμου που δεν ξέρει τη ζωή αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της
Ενός κόσμου συγκρατημένου και μεθυσμένου
Ενός κόσμου θλιμμένου και χαρούμενου

Τρυφερού και σκληρού
Πραγματικού και υπερ-πραγματικού
Τρομακτικού και υπέροχου
Νυχτερινού και ημερήσιου
Συνηθισμένου και ασυνήθιστου
Ωραίου όπως όλα

(Μετάφραση από τα γαλλικά: Βάλια Σερέτη)
Jacques Prevert

Σκάκι


Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

(Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος, 1977
και Γραφή και Φως, Ίκαρος, 1983)
Νικόλαος Κάλας

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Ουλαλούμ


Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .


Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

(Από την ομώνυμη συλλογή)
Γιάννης Σκαρίμπας

Εγώ δεν είμαι μονάχα αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.

Τίτος Πατρίκιος 

Κυριακή


Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου
το πεθαμένο το παιδί
δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι
τέρατα περπατούν
ανάποδα στα όνειρα
φυσάει ένας άγριος αέρας
πάνω από τις λεμονάδες
πετάει μια νυχτερίδα
σαν πικραμένο ευαγγέλιο
με ένα μαύρο πανί
μία γυναίκα
σκεπάζει το φεγγάρι.

Μίλτος Σαχτούρης

Περί ύψους

Certes, I'artiste désire s'élever, ... mais I'homme doit rester obscur. Paul Cezanne

Ὁ Ἰταλὸς πυροτεχνουργὸς ἔχει ἐγκαταστήσει τὸ λιτὸ κι’ ἀπέριττο, τὸ φτωχικὸ ἐργαστήριό του, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἀττικοῦ λόφου. Ἐκεῖ ἀσχολεῖται νυχθημερὸν μὲ τὰ ἄπειρα πειράματά του καὶ μὲ τὴν παρασκευὴ τῶν διάφορων προϊόντων τοῦ ἐπιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, καὶ ἄλλα «μαϊτάπια». Γιατί αὐτὸς εἶναι ποὺ προμηθεύει τοὺς πανηγυριστὰς τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ κι’αὐτὸς εἶναι, πάλι, πού, τὶς νύχτες τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων, διακοσμεῖ τοὺς οὐρανούς μας μὲ λογῆς λογῆς φανταχτερὰ λουλούδια, μ’ ἐκθαμβωτικὰ πλουμιὰ καὶ μὲ ταχύτατες ρουκέττες ποὺ καταλήγουν σὲ μυριόχρωμη βροχὴ ἀπὸ σπίθες. Σπανίως ἐγκαταλείπει τὸ ἔργον, ὅμως, τὰ βράδια, ἐνίοτε, περιφέρει τὴ σακατεμένη κι ἀλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, ἀπὸ καπηλειὸ σὲ καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατὰ προτίμηση, τὰ σκοτεινότερα στενά τῆς ἀγορᾶς. Τὸ ἐπάγγελμά του εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο: πυρῖτις, κι’ ἒσθ’ ὅτε δυναμῖτις, εἶναι ἡ πρώτη ὕλη τῶν ἐργοχείρων του. Ἡ παραμικρὴ ἀπροσεξία ἀρκεῖ κι’ἐπέρχεται ἡ τρομερὰ καταστροφή: μέσα σὲ ἐκκωφαντικὸ κρότο τινάζονται στὸ καθαρὸ πρωινὸ καὶ τὸ ἐργαστῆρι κι’ ὁ πυροτεχνουργὸς μαζύ, καὶ βλέπομε νὰ στριφογυρνοῦν ψηλὰ στὸν ἀέρα, ὧρες, κι’ ὁ Ἰταλὸς καὶ τὰ σανίδια τῆς μπαράγκας καὶ πηχτὰ σύγνεφα σκόνης, ἐνῷ μιὰν ἔντονη μυρωδιὰ μπαρούτης ἁπλώνεται παντοῦ.

Ὅμως ποτὲ δὲν ἐπέρχεται τὸ μοιραῖον, γιατί ὑπάρχει κάτι. Ἕνα μυστικό. Κι’ αὐτὸ τὸ μυστικὸ εἶναι ἁπλούστατα ἡ σύζυγος ποὺ γρηγορεῖ. Πράγματι, ἡ γυναῖκα του, δική μας: εὐλαβικὴ κι όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδιάζεται στὶς ἐκκλησιές, καὶ κάνει βαθειὲς μετάνοιες, κι ὅλο προσεύχεται γιὰ δαύτονε. Κι ἔτσι τόνε κρατᾶ στὴ ζωή.

Μάλιστα, κάτω στὴν χαράδρα ποὺ περιβάλλει τὸν ἀττικὸ λοφίσκο, ἐκεῖ, ἡ μαύρη, ἔχει σπείρει τὸν κόσμο μ’ ἀναρίθμητα προσκυνητάρια, τὰ περισσότερα μαρμάρινα, ἄλλα ταπεινότερα, ὅμως ὅλα μὲ εἰκόνα Θεοτόκου ἢ ἄλλου ἁγίου, κι ὅλα μὲ μιὰ θυρίδα, γιὰ τὰ λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει ὑπομονετικὰ τὰ χρήματα, καὶ τὸ μεγαλύτερο μὲν μέρος διαθέτει γι’ ἀγαθοεργοὺς σκοπούς, ἐνίσχυση ἀπόρων, ἀνακούφιση ἀσθενῶν, ἀποπεράτωση ἐκκλησιῶν, κι’ ἕνα ἄλλο μέρος τὸ φυλᾶ προσεκτικά, καθὼς σκοπεύει μ’ αὐτό, ἐν καιρῷ, ν’ἀνεγείρη ἐκκλησία τιμωμένη μὲ τ’ ὄνομα τῆς Ἁγίας ΑΙκατερίνης.
(Πιὸ πέρα, στὴ χαράδρα, κάποιος ἔχει ἐγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιῶν, σ’ ἕνα χωράφι, καί, πιὸ πέρα ἀκόμη, μέσα σὲ περιβόλι, εἶναι τὰ ἐρείπια μισοχτισμένου ἀρχοντικοῦ).

Αὐτὴ ἡ ἱστορία τοῦ Ἰταλοῦ εἶναι κι’ ἡ ἱστορία ἡ δικιά μας, Ἑλένη. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ πυροτεχνουργός; Τὰ ποιήματά μου δὲν εἶναι Πασχαλινὰ χαλκούνια, κι’ οἱ πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινὰ ὑπέρλαμπρα μετέωρα τοῦ Ἀττικοῦ οὐρανοῦ; Κι’ ὅμως, ἐὰν ἀκόμη δὲν μὲ κατασπαράξανε ἀλύπητα, νὰ πετάξουνε τὶς σάρκες μου στὰ σκυλιά, αὐτὸ δὲν τὸ χρωστάω σ’ ἐσένα, στὴ μεγάλη στοργή σου καὶ στὴν ἀγάπη σου; Τὸ ξέρω, μή μοῦ τὸ κρύφτεις, τὸ ξέρω σοῦ λέω: προσεύχεσαι γιὰ μένα!

Μάζευε τὰ λεφτὰ τῶν προσκυνηταρίων μας καὶ σκόρπαε, μὲ τ’ ἅγια λευκά σου χέρια, τὸ καλὸ παντοῦ. Ὅμως κράτα ἕνα μέρος, νὰ συγκεντρώσωμε, κι’ἐμεῖς, λίγο λίγο ἕνα ποσό, γιὰ ν’ ἀνεγείρουμε μιὰν ἐκκλησιὰ ἀφιερωμένη στὴν Βασίλισσα ποὺ εἶχε τ’ὄνομά σου. Ἐκεῖ μέσα, σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία θὲ νὰ σὲ παντρευτῶ. Γιατί εἶσαι ὡραῖα, ἔχεις τὴν πιὸ εὐγενικὴ κι’ ὑπερήφανη ψυχή, καὶ σ’ ἀγαπῶ παράφορα.

Νίκος Εγγονόπουλος

Άτιτλο

Τραγανή ζεστή λευκότητα
Απόγευμα της Πόλης
Ένοικοι της ζώνης της πανούκλας
καταβροχθίζονται.
(Η Σάντα Άννα είναι έρημοι χωρίς ανέμους)

Ξέσκισε την ενόχληση και ρίξε λάσπες.
Η αναζήτηση νερού, υγρασίας,
"βρεξίματος" του ηθοποιού, εραστή.

"Παίχτης"- το παιδί, ο ηθοποιός, και ο χαρτοπαίχτης.
Η ιδέα της τύχης απουσιάζει απο τον κόσμο του παιδιού και
υπηρετεί μία ξένη δύναμη. Η τύχη είναι η επιβίωση της
θρησκείας στη σύγχρονη πόλη, όπως το θέατρο, και πιο
συχνά το σινεμά, η θρησκεία της κατοχής.
Με ποιά θυσία, σε ποιά τιμή μπορεί να γεννηθεί μία πόλη;

Δεν υπαρχουν πια "χορευτές", οι δαιμονισμένοι.Ο διαχωρισμός
των ανθρώπων σε ηθοποιό και θεατές είναι το κεντρικό γεγονός
του καιρού μας. Είμαστε κυριευμένοι απο ήρωες που ζουν
για μάς και που τους τιμωρούμε. Άν όλα τα ραδιόφωνα και οι
τηλεοράσεις έχαναν την πηγή της ενέργειας τους, όλα
τα βιβλία και οι πίνακες καίγονταν αύριο, όλα τα θέατρα και τα
σινεμά έκλειναν, όλες οι τέχνες που αναπαριστάνουν...

Είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό "που δόθηκε" στην
αναζήτηση της αίσθησης. Μεταμορφωθήκαμε απο ένα τρελλό κορμί
που χόρευε στις πλαγιές των λόφων σ'ένα ζευγάρι μάτια
καρφωμένα στο σκοτάδι.

(Οι κύριοι, σημειώσεις για την όραση)
James Douglas Morrison

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Αμούρ-αμούρ

Στη Βιβίκα

Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στη θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας. [...]

(από τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία)
Ανδρέας Εμπειρίκος

Απ'τις εννιά

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κ.Π.Καβάφης

Τομεάρχης


Το στόμα μου θα έχει τις φλόγες της γέεννας
Το στόμα μου θα είναι για σένα μια κόλαση γλύκας
και ομορφιάς
Οι άγγελοι του στόματός μου θα κάνουν θρόνο μέσα
στην καρδιά σου
Οι στρατιώτες του στόματός μου θα σε καταλάβουν
με έφοδο
Οι παπάδες του στόματός μου θα λιβανίσουνε την
ομορφιά σου
Η ψυχή σου θα τρέμει όπως μια χώρα την ώρα του
σεισμού
Τότε τα μάτια σου θα φορτωθούν όλο τον έρωτα που
χρόνια ολόκληρα μαζεύτηκε μέσα στα βλέμματα
της ανθρωπότητας
Το στόμα μου θα είναι μια στρατιά εναντίον σου μια
στρατιά όλη με παράταιρους γεμάτη
Έχει ποικιλία όπως ένας μάγος που ξέρει και αλλάζει
τις μεταμορφώσεις του
Η ορχήστρα και οι χορωδίες του στόματός μου θα σου
πουν τον έρωτά μου
Από μακριά στον μουρμουρίζει
Καθώς με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι περιμένω τη
στιγμή που έχει καθοριστεί για την έφοδο.

Guillaume Apollinaire

Το μεταχθές

Νοερά. Ταίριαζα νέα τριαδική διάταξη
των καθισμάτων του Cafe de la Place Blanche
περιμένοντας να 'ρθει η Eliza Breton.
Είχα επιτακτική ανάγκη να κάνω αναγωγή
στη δεκαετία του Τριάντα - σοσιαλισμός και υπερρεαλισμός.
Αργότερα βρεθήκαμε με την Eliza στην εσπερίδα
των Adami. Η χήρα του Andre Breton
είχε μπλεχτεί σε γόρδιο δεσμό αυτοκινήτων
στη Rive Gauche. Ρόδες ή καρέκλες; διλήμματα της εποχής μας.
Ανδρείκελα του Masson και του Dominguez
ελάμπρυναν τα εγκαίνια της έκθεσης "Paris-Paris"
το μεταχθές με το προαύριο δύσκολα συνδέεται.

Place Blanche, σε φόντο άσπρο η αναγγελία
αυτών που χάσαμε. Φως άκληρον εικονολατρών
πόσο μάκρυνε το παρελθόν μου όταν έμαθα
πως ο Georges Henein αποτραβήχτηκε από τα παιχνίδια των ιδεών μας
"Φωνή που έρχεται από μακριά", μου απάντησε
στο τηλέφωνο. Όψη που έσβησε πριν τον προφθάσω.
Πόσο Ιόνιος αυτός ο Κόπτης κι εγώ Γραικός.
Μιλούσαμε για τους προγόνους μας Ιουλιανό και Τρισμέγιστο.

Αδειάσαν οι καρέκλες κι είναι ακόμα νωρίς
να επιβαρυνθούν με νέο φορτίο.
Ίσως ξαναπεράσω κάτω από άλλου αστερισμού το μήνυμα.

(Μανχάταν 1982)
Νικόλαος Κάλας

Άτιτλα

Αν μπορούσε μόνο κανείς να γευτεί το κενό του, αν μπορούσε ν’ αναπαυτεί στο κενό του, αν δεν ήταν αυτό το κενό άλλος ένας τρόπος του είναι (χωρίς όμως και να είναι τελείως ο θάνατος)…

Είναι τόσο δύσκολο να πάψεις ξαφνικά να υπάρχεις, να πάψεις να είσαι μέσα σε κάτι. Η πραγματική οδύνη είναι να νιώθει κανείς μέσα του να μετατοπίζεται η σκέψη του. Η σκέψη όμως, ως σημείο, δεν είναι οπωσδήποτε, όχι, οδύνη.

Έχω φτάσει στο σημείο όπου δεν αγγίζω πια τη ζωή, αλλά μαζί της εντός μου όλες τις επιθυμίες κι εκείνη την αδιάκοπη θωπεία του είναι. Δεν έχω πια παρά μόνο μια απασχόληση, να με ξαναφτιάξω απ’ το μηδέν.

(Από τη συλλογή Le Pèse-nerfs (1925), Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής)
Antonin Artaud

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Αντι – νεφέλωμα

Η σιωπή δεν είναι λεφτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.

(Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
Νίκος Καρούζος

Το φεγγάρι


Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.

Δ.Π.Παπαδίτσας

Νοικοκυρά


Μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια.
Το σπίτι είναι ένα άλλο είδος δέρματος. Έχει καρδιά,
στόμα, συκώτι και συσπάσεις των εντέρων.
Οι τοίχοι είναι σταθεροί και ροζ.
Όλη τη μέρα είναι στο πόδι
να καθαρίζει με προσήλωση.
Ο άντρας με τη βία εισβάλλει και σαν τον Ιωνά
η μάνα του από σάρκα τον ρουφάει.
Μια γυναίκα είναι η δική της μάνα.
Το βασικό είναι αυτό.

(μετάφραση-επίμετρο: Δήμητρα Σταυρίδου, εκδ. Printa)
Anne Sexton

Έαρ σαν πάντα


Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλω
του χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ' έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα
και τα συνθλίβει
επί του στήθους της
'Ισως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός
απ' τον δικό της
'Ισως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτω-
μένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
'Ισως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
'Εκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστο- ρία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο
της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ' τα νερά της αναδύεται μια πολύ μκρή
παιδίσκη ωραιοτάτη
Ελπίδα μας αυριανή.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Για σένα αγάπη μου



Πήγα στην αγορά με τα πουλιά
Κι αγόρασα πουλιά
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια
Κι αγόρασα λουλούδια
Για σένα
αγάπη μου
Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά
Κι αγόρασα αλυσίδες
Βαριές αλυσίδες
Για σένα
αγάπη μου
Και μετά πήγα στην αγορά με τους σκλάβους
Και σ’ έψαξα
Αλλά δε σε βρήκα
αγάπη μου

Jacques Prevert

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Άτιτλο

Μακάρι να ᾽μουνα για σένα καλοκαίρι,
Όταν οι μέρες του καλοκαιριού έχουν πετάξει!
Και μουσική σου που να παραμένει,
Όταν τα Νυχτοπούλια και οι Φλώροι – έχουν σωπάσει!
Για χάρη σου ακόμα και τον τάφο
Θα υπερπηδήσω, και θ᾽ανθίσω, όλον μ᾽ άνθη
Θα τον γεμίσω από πάνω! Καί μακάρι
Να με μαζέψεις όλη –
Aνεμώνη –
Παντοτινό – δικό σου άνθος!

(Ποιήματα)
Emily Dickinson

Ταμάρα


Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.

Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.

Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο —
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά—
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.

Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...

Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής —
— κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν...

Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
—μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...

 Γιάννης Σκαρίμπας

Τ'αστέρια που ονειρευτήκαμε

Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε-
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.

Τίτος Πατρίκιος

Το κοράκι


Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θά ‘ναι μοναχά.

Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δική μας ποτέ πια.

Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος :
- Επισκέπτης , δίχως άλλο , θάναι τούτος που χτυπά ,
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για νάμπει μου χτυπά
Τούτο θάναι μοναχά.

Ξάφνου ως νάντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
- Κύριε , φώναξα , ή κυρία , συγχωρέστε με , έστω αργά
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά .
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά .
΄Εξω η νύχτα μοναχά.

Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά .
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά .
Εγώ φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
΄Ετσι θάναι μοναχά.

Μπήκα στο δωμάτιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνατήν ακούω χτυπιά .
- Α , στο παραθύρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,
Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
Θάναι ο αγέρας μοναχά.

Τότε τα παντζούρια ανοίγω , όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά .
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει ,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά .
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κυττάζει μοναχά.

Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθεια ,
Λέω , από παλιά συνήθεια , στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά :
- Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο , που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !


Θάμασα πολύ μου ακόμα τόρνιο , που είχε ανθρώπου στόμα ,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά .
Γιατί αλήθεια , είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο ,
Αν μια νύχτα , σας το λέω , δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει : Ποτέ πιά !

Τ ‘ όνομά του θα μου κράζει , σκέφτηκα , μα τι με νοιάζει ,
΄Ισως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά .
΄Ομως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνουμαι : – Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά ,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά .
Και μου λέει : Ποτέ πια !

Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου , όντας , μου δευτέρωσε μιλώντας ,
- Δίχως άλλο , είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά .
Κάποιος πρώην κύριός του , θάκλαψε πολύ , ο καϋμός του
΄Ισως νάγινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου : – Ποτέ πια !

Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρυνά .
Μα στο κάθισμά μου απάνω , χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι : Ποτέ πια !

Γρίφος θάναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κυττώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά ,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι , στο δικό της προσκεφάλι ,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
Και που δε θ’ αγγίξει πια !


Ξάφνου ως νάνοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά .
- ΄Αθλιε , φώναξα , στοχάσου , που ο Θεός στέλνει κοντά σου .
Αγγέλους να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά ,
Πιέστο , ω , πιέστο , τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά ,
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

Α , προφήτη , κράζω ,ωιμένα , κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα , σ’ έστειλε απ ‘ τη γης βαθειά ,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά ,
Θάβρω στη Γαλαάδ , ω πες μου , θάβρω εκεί παρηγοριά ;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

- Α , προφήτη , ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ ‘ την κρύα σου συννεφιά.
Πες μου , στης Εδέμ τα δάση , θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα πούχει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα , πούχει αγγέλους συντροφιά ;
Και μου λέει : Ποτέ πιά !

Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη , όρνιο ή φάντασμα , ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά .
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου ,
Φώναξα , και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά .
Και μου λέει : – Ποτέ πια !

Κι από τότε εκεί δεμένο , το κοράκι , καθισμένο
Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά .
Κι η ματιά του όπως κυττάζει , με ματιά δαιμόνιου μοιάζει
Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά .
Α , η ψυχή μου , δε θα φύγει μια στιγμή απ’ αυτή τη σκιά .
Δε θα φύγει ποτέ πια !

(Μετάφραση Γ.Β. Ιωαννίδη)
Edgar Allan Poe

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Λαίδη Λάζαρος


Να που το έκανα ξανά.
Στα δέκα χρόνια μια φορά
Τα καταφέρνω…

Θαύμα κινούμενο, το δέρμα μου
Φωτεινό σαν των Ναζί τα αμπαζούρ,
Το πόδι το δεξί μου

Βαρίδι για χαρτιά,
Το πρόσωπό μου είναι κενό, φίνο
Εβραίικο λινό

Ξεφλούδισ’ την πετσέτα
Ω εχθρέ μου εσύ.
Τρομάζω κάποιον; …

Η μύτη, οι κόχες των ματιών, η οδοντοστοιχία;
Η ξινισμένη ανάσα
Μες σε μια μέρα θα χαθεί.

Σύντομα, σύντομα
Η σάρκα που έφαγε ο τάφος
Πάνω μου θα επιστρέψει

Και το χαμόγελό μου.
Γυναίκα ετών τριάντα μόνο.
Κι εννιά σα γάτα έχω θανάτους.

Είμαστε στον Υπ’ Αριθμόν Τρία.
Τι σαχλαμάρα
Κάθε δεκαετία να εκμηδενίζεις.

Τι εκατομμύρια ίνες.
Μασουλώντας φιστίκια , τα πλήθη
Σπρώχνονται να δουν

Να με ξετυλίγουν χειροπόδαρα…
Το τέλειο στριπτίζ.
Κυρίες, Κύριοι

Τούτα είναι τα χέρια μου
Τα γόνατά μου.
Μπορεί να 'μαι πετσί και κόκαλο,

Όμως, είμαι η ίδια ακριβώς γυναίκα.
Την πρώτη μου φορά ήμουνα δέκα.
Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη ν’ αντέξω σκόπευα
Να μη γυρίσω πια ποτέ.
Λικνίστηκα κλειστή

Σαν όστρακο.
Χρειάστηκε να φωνάζουν, να φωνάζουν
Και να μου βγάζουν τα σκουλήκια – μαργαριτάρια γλοιώδη.

Το να πεθαίνεις
Είναι τέχνη, όπως όλα.
Το κάνω εξαιρετικά.

Το κάνω διαολεμένα.
Το κάνω σαν αληθινό.
Νομίζω μού είναι φυσικό.

Εύκολο να το κάνω σε κελί.
Εύκολο να το κάνω και να μένω ακίνητη.
Είναι η θεατρική

Μέρα-μεσημέρι επιστροφή
Στο ίδιο μέρος, το ίδιο πρόσωπο, η ίδια κτηνώδης
Κραυγή ενθουσιασμού:

«Θαύμα!»
Που με λιώνει.
Θα πληρώσετε

Για να δείτε τις ουλές μου, θα πληρώσετε
Για να ακούσετε την καρδιά μου…
Στ’ αλήθεια ξεκινάει.

Και θα πληρώσετε, θα πληρώσετε ακριβά
Για μια μου λέξη ή άγγιγμα
Ή λίγο αίμα

Ή για λίγες τρίχες ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, Χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, Εχθρέ μου.

Είμαι το έργον σας,
Είμαι το τιμαλφές σας,
Τ’ ολόχρυσο μωρό σας

Που λιώνει και γίνεται στριγκλιά.
Στριφογυρνάω και καίγομαι.
Μη θαρρείτε πως υποτιμάω την έγνοια σας.

Στάχτες, στάχτες…
Σκαλίστε τις.
Σάρκες, οστά, τίποτα δεν θα βρείτε…

Ένα κομμάτι σαπούνι,
Ένα γαμήλιο δαχτυλίδι,
Ένα χρυσό σφράγισμα.

Χερ Κύριε και Θεέ, Χερ Λούσιφερ
Φυλαχτείτε
Φυλαχτείτε.

Από τις στάχτες
Αναδύομαι με τα πυρά μαλλιά μου
Και τρώω άντρες στην τροχιά μου.


(23-29 Οκτωβρίου 1962/Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης)
Sylvia Plath

Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής


«… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
Αλλιώς τη φοβάμαι…» Λη

τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ριχτούν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών

εγώ
όμως
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρυφτούν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια

κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος

των αστραπών
αυτός που λεν
σα βραδιάζει
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι

κι έτσι πέφτουν
σταλαματιά, σταλαματιά
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
με μάτια φαιά
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια

και
γυπαετοί

κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία

και τρέχω
πάνω στα νερά
ακούραστα
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης

κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας

κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
είναι
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές

ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο

σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες

άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες

έτσι
που πρέπει
ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζεις
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
πουλί

Νίκος Εγγονόπουλος

Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε


Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε.
Η εφηβεία πέθανε μέσα στα γένια μου
Που μεγάλωσαν καθώς κοιμόμουν,
Στην απίσχναση του σαρκίου μου, αποτυπώνεται
Στο λιωμένο φως που καίει στα μάτια μου.
Καταλήγω λοιπόν, στη βουβή πυρκαγιά
Μιας νεότητας που την ζάλισε η αιωνιότητα.
Έτσι καίγομαι, και δεν αξίζει σκέφτομαι,
Να είναι διαφορετικά τα πράγματα:
Να επιβάλλω όρια στην αταξία.
Με παρασύρει ολοένα και πιο αδύναμο
Με ένα αποστεωμένο παιδικό προσωπείο
Προς μια ήσυχη και παλαβή τάξη,
Το βάρος της μέρας που έχασα
Μέσα σε ώρες βουβής ευθυμίας, και στιγμές
Ανείπωτου τρόμου…

Pier Paolo Pasolini

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Η μοναξιά




Είμαι από μία χώρα αλλιώτικη απ’ την δική σας
μία αλλιώτικη γειτονιά μία αλλιώτικη μοναξιά
ανακαλύπτω απόψε δρόμους που θα διαβώ
του δικού σας κόσμου πια δεν είμαι
μα προσμένω αποτελέσματα μεταλλάξεων
βιολογικά βολεμένος με την ιδέα που έχω
για την βιολογία κατουράω, χύνω και κλαίω
υπάρχει άραγε κάποια ανάγκη να φτιάξουμε τις ιδέες μας
λες και τάχα ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα;
εγώ έτοιμος είμαι πάντως να σας προμηθεύσω τα καλούπια
μα…
η μοναξιά…
τα καλούπια αυτά είναι καινούργιου τύπου,
σας το λέω πως χύθηκαν αύριο το πρωϊ
κι αν δεν διαθέτετε απ’ απόψε την σχετική αίσθηση διάρκειας
δεν κάνει να σας την μεταδώσω
και είν’ ανώφελο να κοιτάζετε μπρος
γιατί το μπρος είναι τελικά πίσω και η νύχτα μέρα
και…
η μοναξιά…
είναι απόλυτη ανάγκη τ’ αυτόματα πλυντήρια στις γωνίες των δρόμων
να μείνουν ελεύθερα σαν τους σηματοδότες
οι μπάτσοι της λευκότητας να σας υποδείχνουν
το σε ποιο κουτί σας επιτρέπεται να πλύνετε
εκείνο που εκλαμβάνετε για συνείδησή σας
αλλά δεν είναι παρά ένας εθισμός του όργανου του νευροφυτικού
που χρησιμεύει γα εγκέφαλός σας
και όμως…
η μοναξιά…
η απελπισία είναι η ύψιστη μορφή κριτικής
για την ώρα ας την πούμε συμβατικά «ευτυχία»
οι λέξεις που ξεστομίζετε δεν είναι πια «οι λέξεις»
μα κάποιο είδος αγωγού για ν’ αποκτήσουν καλή συνείδηση
οι αναλφάβητοι, μα…
η μοναξιά…
ο αστικός κώδικας αλλά γι’ αυτόν αργότερα ας τα πούμε
γιατί τώρα θα ’θελα να συστηματοποιήσω το ασυστηματοποίητο
θα ’θελα να μετρήσω τις δαναϊδες δημοκρατίες σας
θα ’θελα να κλειστώ στο απόλυτο κενό και να γίνω
το ανείπωτο, το μη πραγματοποιήσιμο
το μη αγνό μέσα στην έλλειψη κάθε διαύγειας.
Η διαύγεια κρύβεται μες στα παντελόνια μου.

(Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος της «Ανοιχτής Πόλης»)
Leo Ferre

Άτιτλο


Σύγχρονοι κύκλόι της Κόλασης: ο Όσβλαντ (;) σκοτώνει τον
Πρόεδρο.
Ο Όσβλαντ μπαίνει σε ταξί. Ο Όσβλαντ σκοτώνει τον
Αξιωματικό Τίππιτ.
Ο Όσβλαντ βγάζει το σακάκι. Ο Όσβλαντ συλλαμβάνεται.

Το έσκασε σ'ένα σινεμά.
Μέσα στη μήτρα είμαστε τυφλά ψάρια των σπηλαίων.

Όλα είναι ακαθόριστα και συγκεχυμένα. Το δέρμα πρήζεται
και δεν υπάρχει πια διάκριση ανάμεσα στα μέλη τιου σώματος.
Ένας  ορμητικός ήχος από απειλητικές, κοροιδευτικές,μονότονες
φωνές. Αυτός είναι ο φόβος και η γοητεία να σε καταπίνουν.

Μέσα στο όνειρο, κούμπωσε τον ύπνο γύρω απο το σώμα
σαν γάντι. Ελεύθερος τώρα απο χώρο και απο χρόνο. Ελεύθερος να
διαλυθείς στο καλοκαίρι που κυλάει.
Ο ύπνος είναι ένας υπόγειος ωκεανός βυθισμένος σε κάθε
νύχτα. Την ημέρα, ξύπνιος στάζοντας, λαχανιάζοντας, μάτια
που τσούζουν.

Το μάτι μοιάζει χυδαίο
Μέσα στο άσχημο τσόφλι σου.
Βγές έξω στ'ανοιχτά
Σε όλη σου τη Λαμπρότητα.

Τίποτα. Ο αέρας έξω
μου καίει τα μάτια
θα τα βγάλω
και θα απαλλαγώ απο το κάψιμο.

(Οι κύριοι, σημειώσεις για την όραση)
James Douglas Morrison

Άτιτλο

Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι ν’ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου.

(Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες)
Samuel Beckett

O Μαγιακόβσκι στον ουρανό



Στοπ.
Επάνω σ' ένα σύννεφο ακουμπάω
το φορτίο
των αποσκευών μου
και του κουρασμένου σώματός μου.

Θαυμάσιος τόπος, όπου φτάνω πρώτη μου φορά.
Κοιτάζω ολόγυρα.
Λοιπόν
ετούτη η επιφάνεια η καλοσυγυρισμένη
ο πολυύμνητος είναι ουρανός.
Θα δούμε!

Σπιθίσματα,
κάτι που στραφταλίζει
και γυαλίζει
σα βόμβος μαλακός.
Είναι ένα σύννεφο
ή μάλλον οι αποσαρκωμένοι
που γλυστρούν απαλά.

"Φτερό στον άνεμο η γυναίκα μοιάζει".

Εδώ,
στο διάστημα
ν' ακούς τη μουσική του Βέρντι!
Απ' τη χαραματιά ενός σύννεφου
κοιτάζω -
οι άγγελοι τραγουδούν,
οι άγγελοι ζουν αξιοπρεπώς,
πολύ αξιοπρεπώς.

Ένας ξεκόβει
και διακόπτει ευγενικά
την υπναλέα του μουγκαμάρα:
"Το αιώνιο άπειρο,
Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς
σας αρέσει;"
K' εγώ εξ ίσου ευγενικά αποκρίνομαι;
"Τ' άπειρο γοητευτικό,
περίφημο!"
...
(απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Vladimir Mayakovsky

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Φαντασία


Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .

(Από τη συλλογή Ουλαλούμ)
Γιάννης Σκαρίμπας

Σχεδόν


 Σ το Φοντενεμπλό
 μπροστά από το ξενοδοχείο του Μαύρου Αετού
 υπάρχει ένας ταύρος λαξευμένος απ’ τη Rosa Bonheur
 λιγάκι πιο μακριά ολόγυρα
 είναι το δάσος
 και λίγο πιο μακριά ακόμα
 όμορφο σώμα
 εξακολουθεί να είναι το δάσος
 και η δυστυχία
 και δίπλα ακριβώς η ευτυχία
 η ευτυχία με τα βαθουλωμένα μάτια
 η ευτυχία με βελόνες από πεύκο στην πλάτη
 η ευτυχία που δεν έχει το μυαλό σε τίποτα
 η ευτυχία όπως ο ταύρος
 ο λαξευμένος από τη Rosa Bonheur
 κι έπειτα η δυστυχία
 η δυστυχία μ’ ένα χρυσό ρολόι
 με κάποιο τρένο να προλάβεις
 η δυστυχία που έχει το μυαλό στα πάντα...
 έχει τα πάντα
 ατού…  στα πάντα ... στα πάντα...
 και παντού
 και που κερδίζει 'σχεδόν' κάθε φορά
 σχεδόν.

 (απόδοση στα ελληνικά: Μαρία Θεοφιλάκου)
Jacques Prevert

Άριελ

Στάσις στο σκοτάδι.
Έπειτα η άυλη γαλανή
Διάχυση κορυφής και αποστάσεων.

Λέαινα του Θεού,
Πώς γινόμαστε,
άξονας από φτέρνες και γόνατα! - Το χαντάκι

Αυλακώνει και περνά, αδέλφι του
Καστανού τόξου
Του λαιμού που δεν μπορώ να φθάσω,

Μαυρομάτικοι
Πυράκανθοι ρίχνουν σκοτεινά
Αγκίστρια -

Μαύρες γλυκές αιμάτινες γουλιές,
Σκιές.
Κάτι άλλο

Με σέρνει μες στ' αγέρι -
Μηροί, μαλλιά
Λέπια από τις φτέρνες μου.

Λευκή
Γκοντάιβα, ξεφλουδίζω -
Νεκρά χέρια, νεκρές σκληρότητες.

Και τώρα
Αφρίζω σε ένα σιτάρι, σε λάμψη από θάλασσες.
Του παιδιού η κραυγή

Λιώνει στον τοίχο.
Και εγώ
Είμαι το βέλος,

Η δροσιά που πετά
Αυτοκτόνα, μαζί με την ώθηση
Μες στο κόκκινο

Μάτι, το μαγκάλι του πρωινού.

(μτφ: Κλαίτη Σωτηριάδου 
Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα - εκδ. Λωτός, 2000)
Sylvia Plath

Η ύδρα των πουλιών

Μακρινές συναυλίες, οπάλινες σπίθες του πρώτου σπιτιού μας μες στη λαύρα του θέρους,
στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα και πόθο που λες πάει να σβήσει κι αποτόμως γυρεύει
ν’ ανεβεί πιο ψηλά, να γκρεμίσει, να σπάσει, παραθύρια ν’ ανοίξει, να φωνάξω, να κλάψει,
να ρημάξω, ν’ αράξει, να σκιστεί, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάσει, αν φτάσει, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
τροπικούς και πηγάδια θα διαβεί, ως να φέξει η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράσει κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέσει τη μορφή των πουλιών.

Νίκος Εγγονόπουλος

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Ο κύκνος

Ο μόχθος, μέσα απ’ ό,τι δεν έγινεν ακόμα,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με του κύκνου τ’ άπλαστο βήμα.
Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμα του μοιάζει
στα νερά πάνω που το δέχονται γαλήνια
και που, σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται,
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.

(μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου)
Reiner Maria Rilke

Μ'αρέσει το κορμί μου όταν

Μ’ αρέσει το κορμί μου όταν είναι με το δικό σου
κορμί. Είν’ ένα πράμα τόσο ολότελα καινούργιο.
Μυώνες καλύτεροι και νεύρα περισσότερα.
Μ’ αρέσει το κορμί σου, μ’ αρέσει αυτό που κάνει,
μ’ αρέσουν τα φερσίματα του. Μ’ αρέσει ν’ αγγίζω τη ραχοκοκαλιά
του κορμιού σου και τα κόκαλα του, κι η τρέμουσα
σκληρό-απαλό-τητα και που θα την
ξανά και ξανά και ξανά
φιλήσω, μ’ αρέσει να φιλώ ετούτο σου κι εκείνο σου
μ’ αρέσει, αργοχαϊδεύοντας το, ριγηλό το χνούδι
του ηλεκτρισμένου σου γουναρικού, και το πως-το-λένε έρχεται
πάνω στη σάρκα που άνοιξε… Και μάτια μεγάλα του-έρωτα-ψίχουλα,
και μου αρέσει φαίνεται το ρίγος
που κάτω από μένα εσύ τόσο ολότελα καινούργια.

E.E. Cummings

Σπουδή μοναξιάς


Φρουρός σ’ έναν ατέρμονα αγωγό στην έρημο;
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες την άμμο;
Όποιος κι αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
Χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
Βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
Ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από
διαβατάρικο πουλί;
Αν είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε
να τον σώσει.

Czeslaw Milosz

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Μην αφήνεστε σ’ αυτή την όμορφη νύχτα


Μην αφήνεστε σ’ αυτή την όμορφη νύχτα
Τα γηρατειά πρέπει να καίνε και να παραληρούν στο δειλινό.
Οργιστείτε, οργιστείτε για το θάνατο της μέρας.
Οι σοφοί μαθαίνουν τελικά πως το σκοτάδι έχει δίκιο,
Γιατί οι λέξεις τους δεν έδωσαν ούτ’ έφεραν την αποκάλυψη, κι όμως
Μην αφήνεστε σ’ αυτή την όμορφη νύχτα.

Άνθρωποι καλοί, τελευταίος αποχαιρετισμός, φωνάζοντας πόσο φωτεινές
Οι εύθραυστες πράξεις τους ίσως θα χόρευαν σ’ έναν κόσμο αγάπης,
Οργιστείτε, οργιστείτε για το θάνατο της μέρας.

Άνθρωποι άγριοι που άρπαξαν και τραγούδησαν τον ήλιο που πετούσε,
Μαθαίνουν, αργά πια, πώς θρήνησαν σαν έφευγε,
Μην αφήνεστε σ’ αυτή την όμορφη νύχτα.

Άνθρωποι ανήσυχοι, κοντά στο θάνατο που βλέπουν θαμπωμένα
Μάτια τυφλά φλογίζονται  σαν μετεωρόλιθοι μα είναι εύθυμα,
Οργιστείτε, οργιστείτε για το θάνατο της μέρας.

Και συ, πατέρα μου, εκεί πάνω στο θλιμμένο ύψος,
Καταράσου, ευλόγησε, εμένα τώρα με τα άγρια δάκρυα σου,
προσεύχομαι.
Μην αφήνεσαι σ’ αυτή την όμορφη νύχτα,
Οργήσου, οργήσου για το θάνατο της μέρας.

Dylan Thomas

Ποίημα


-”Σύντροφε διαβάτη!
Αυτή εδώ είν’ η οδός Ζουκόβσκι;”
Με κοιτάζει,
σαν ένα παιδί που βλέπει έναν βρικόλακα,
τα μάτια ορθάνοιχτα,
ζητά να με αποφύγει:
-”‘Οχι, σύντροφε, αυτή είναι η οδός Μαγιακόβσκι
χιλιάδες χρόνια τώρα.
Δεν ειν’ εδώ, στο κατώφλι της αγαπημένης,
που αυτοχειριάστηκε;”
Τι έκανε λέει;
Πώς;… Εγώ!… Αυτοκτόνησα;…

Vladimir Mayakovsky

Φράσεις


Ας μη ρίχνουμε στάχτη στα μάτια μας
Το αυτοκίνητο είναι ένα αναπηρικό καρότσι
Το λιοντάρι είναι φτιαγμένο από αρνιά
Οι ποιητές δεν έχουν βιογραφία
Ο θάνατος είναι μια ομαδική συνήθεια
Τα παιδιά γεννιούνται για να ‘ναι ευτυχισμένα
Η πραγματικότητα τείνει να εξαφανιστεί
Το γαμήσι είναι πράξη διαβολική
Ο θεός είναι φίλος καλός των φτωχών.

(μετάφραση: Αργύρης Χιόνης)
Nicanor Parra

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Μια απελπισμένη ζωντάνια

        […]    VIII

 «Ήρθα στον κόσμο την εποχή
της Αναλογικής.
Δούλεψα
σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
Ύστερα ήρθε η Αντίσταση
κι εγώ
αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.
Αποκατέστησα τη Λογική, και ήμουνα
ένας πολιτικός ποιητής.
Τώρα είναι η εποχή
της Ψυχαγωγικής.
Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας
συνεπαρμένος με τη Μουσική
από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας». 

«Αν τώρα επιβιώνει η Αναλογική
κι έχει περάσει η μόδα της Λογικής
(μαζί κι η δικιά μου:
Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει
η Ψυχαγωγική
(εις πείσμα της Δημαγωγίας
που πάντα είναι περισσότερο κυρία
της καταστάσεως).

Γι’ αυτό
μπορώ να γράφω για Θέματα και Θρήνους
ακόμη και Προφητείες

σαν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!». 
«Όσο για το μέλλον, άκου:
οι γιοι σου οι φασίστες
θ’ απλώσουνε πανιά
για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.
εγώ θα στέκομαι εκεί,
σαν κάποιος που ονειρεύεται το χαμό του
στις όχθες της θάλασσας
απ’ όπου ξεκινά η ζωή.

Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία
ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,
τη Ραβένα
την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο –
με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά
όπως η πάλη των τάξεων –
που
διαλύονται…
σαν ένας παρτιζάνος
που πέθανε πριν το Μάη του ‘45
θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,
ποιητής και πολίτης ξεχασμένος».

 (Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου, Τυπωθήτω)
Pier Paolo Pasolini

Δοκίμιο '73-'74




Τα πρώτα σπέρματα του πανικού σκορπίστηκαν εντάξει στην οδό Στουρνάρα αριστερότερα Αχαρνών. Δικά μας πρόσωπα Α-14 και Β-22 πρωτοστατούν. Κατέρχονται πολλοί σε χωριστές ομάδες - καταγράψατε. Και τώρα προσοχή στη ρυθμική κλιμάκωση προϊόντος ώστε. Καλώδια και πομποί σε θέσεις ασφαλείς να διαχωρίζονται οι φωνές. Τομείς προτεραιότητος τομείς εμπιστοσύνης. Τα περισκόπια να εισχωρήσουνε στο μέσα κύκλωμα αθορύβως. Ένταση στα συνθήματα κυρίως μετά τις τέσσερες το απόγευμα. Κανόνας. Στην επιφάνεια τίποτε να μην πυρακτωθεί. Γρήγορος χειρισμός των οπτικών μηχανημάτων. Και σταθερότητα και ψυχραιμία. Το νούμερο 334 να φύγει απ' τον εξώστη 7 να πάει απέναντι στο 3 αριστερό παράθυρο. Όλα τα πρόσωπα στο μισοσκόταδο τονίζω μισισκόταδο. Συντονισμός σε κάθε κίνηση. Δράση κι αντίδραση και προπαντός επικρουστήρες. Σωστό σημάδι και όχι στο μηδέν. Να φαγωθεί με κάθε τρόπο εκείνο το έψιλο + κάππα ευκίνητο κι ανήσυχο. Ν' ανατραπεί με γρήγορους φορείς το Ιώτα και το Ψι. Συμπλέξατε κι αποσυμπλέξατε. Η νύχτα αυτή να γίνει αφετηρία - πραγματικότητα των άλλων πραγματικοτήτων ώστε.

(αποσπάσματα την ενότητα "Δοκίμιο '73-'74" του έργου Το Χρονικό, Κέδρος, Αθήνα 1975) 
Τάκης Σινόπουλος

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Σπάνε τον κόσμο


Σπάνε τον κόσμο
Σε κομματάκια
Σπάνε τον κόσμο
Με σφυριές
Μα δε με νοιάζει
Φράγκο δε δίνω
Αυτό που μένει
Μου είν’ αρκετό
Φτάνει και μόνο π’ αγαπώ
Ένα φτερό γαλάζιο
Ένα μικρό αμμόδρομο
Ένα πουλί που τρέμει
Φτάνει και μόνο π’ αγαπώ
Ένα λεπτό χορτάρι
Μια στάλα από δροσιά
Το γρύλο μες στο δάσος
Μπορούν να σπαν τον κόσμο
Σε χίλια κομματάκια
Αυτό που μένει
Μου είν’ αρκετό
Θα έχω λίγο αέρα
Ελάχιστη ζωή
Μια σπίθα φως στα μάτια
Κι ακόμα, κι αν, κι ακόμα κι αν
Στη φυλακή με ρίξουν
Αυτό που μένει
Μου είν’ αρκετό
Φτάνει και μόνο π’ αγαπώ
Τη φαγωμένη πέτρα
Το σιδερένιο αγκίστρι
Που το ‘χει βάψει αίμα
Α πόσο αγαπώ
Το ξύλο απ’ το κρεβάτι μου
Το αχυρένιο στρώμα
Α πόσο αγαπώ
Την πόρτα που ανοίγει
Τον κόσμο που περνάει
Και σπρώχνοντας με πάει
Να ξαναβρώ το χρώμα
Και το ρυθμό της ζωής
Αυτές τις δυο κολόνες
Το τρίγωνο μαχαίρι
Τους μαυροφορεμένους
Επίσημους κυρίους
Γιορτάζω και μ’ αρέσει
Α πόσο αγαπώ
Αυτό το καλαθάκι
Γεμάτο με καρπό
Που πάνω του ακουμπάω
Μου φτάνει που αγαπώ
Ένα γαλάζιο χόρτο
Μια στάλα από δροσιά
Τον έρωτα ενός πουλιού
Που φοβισμένο τρέμει
Σπάνε τον κόσμο
Με τα σφυριά τους
Αυτό που μένει
Μου είν’ αρκετό
Αυτό που μένει
Είν’ αρκετό
Στ’ αλήθεια
Η καρδιά μου.

Boris Vian

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Άτιτλο


Στην νεφέλη κατάθλιψη εν σιγή
Λάβας κι από βασάλτη ύφαλου φύση
Την ίδια ηχώ έχει ακόμα αιχμαλωτίσει
Με σάλπιγγα που άτονα διενεργεί
Ποιο ταφικό ναυάγιον ( εκεί ,
Αφρέ , το ξέρεις , μα έχεις ξεχειλίσει )
Στερνό μες τα ρημάδια πάει να σβήσει
Τον ιστόν ήδη που έχει απεκδυθεί
Η αυτό μονάχα ξέχωρη μανία
Από έλλειψη φθοράς σε κυριαρχία
Ολ’ η άβυσσος ματαίως η εκτατή
Μες το μαλλί τής τόσο λεύκης ίνας
Που απλήστως θα ’χει πνίξει προστριβή
Το πλεύρισμα αποκύημα σειρήνας .

Mallarme Stephane

Άκρο

Η γυναίκα ολοκληρώθηκε.
Το νεκρό
         
Κορμί της φοράει το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
Η ψευδαίσθηση μιας χρείας ελληνικής

Κυλάει στις έλικες της τηβέννου της,
Τα γυμνά

Πόδια της φαίνονται να λένε:
Φτάσαμε τόσο μακριά, τετέλεσται.

Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο -άσπρο φίδι-
Ένα σε κάθε μικρή

Κανάτα γάλα, τώρα άδεια.
Τα χει διπλώσει

Ξανά μες το κορμί της σαν πέταλα
Ρόδου εν παρόδω, όταν ο κήπος

Κοκαλώνει και μυρωδιές αιμορραγούν
Απ τους γλυκείς βαθείς λαιμούς του νυχτολούλουδου.

Δεν έχει λόγο να λυπάται η σελήνη,
Καθώς κοιτά επίμονα απ την οστεοθήκη της.

Είναι συνηθισμένη σε τέτοια πράματα.
Τα μαύρα της σέρνονται και κροταλίζουν.

(Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη)  1963                                   
Sylvia Plath

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Πρωινό τραγούδι

Η αγάπη σε κούρντισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι.
Η μαμή χτύπησε τις πατούσες σου και η γυμνή κραυγή σου
Πήρε τη θέση της ανάμεσα στα στοιχειά.

Οι φωνές μας αντιλαλούν, μεγεθύνοντας τον ερχομό σου. Καινούργιο άγαλμα.
Σ’ ένα παγερό μουσείο, η γύμνια σου
Σκιάζει την ασφάλεια μας. Στεκόμαστε τριγύρω ανέκφραστοι σαν τοίχοι.

Δεν είμαι περισσότερο μάνα σου
Από ένα σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντανακλά την δική σου αργή
Εξαφάνιση στο χέρι του ανέμου.

Όλη νύχτα σαν πεταλουδίτσα η ανάσα σου
Πεταρίζει ανάμεσα στα λεία ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ ν’ αφουγκραστώ:
Μια μακρινή θάλασσα σαλεύει μες στο αυτί μου.

Μια κραυγή, και σκουντουφλώ απ’ το κρεβάτι, βαριά σαν γελάδα και λουλουδιασμένη
Μες το βικτοριανό μου νυχτικό
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν του γατιού. Το τετράγωνο του παραθύρου

Ξασπρίζει και καταπίνει τα θολά του αστέρια. Και τώρα δοκιμάζεις
Μια φουχτίτσα νότες.
Τα ξεκάθαρα φωνήεντα υψώνονται σαν μπαλόνια.

Sylvia Plath

Λου τριαντάφυλλό μου


Λου είσαι το τριαντάφυλλό μου
Τα οπίσθια σου τα υπέροχα δεν είναι το πιο
όμορφο τριαντάφυλλο ;
Τα στήθη σου τα στήθη σου τα αγαπημένα δεν
είναι κι αυτά τριαντάφυλλα ;
Και τα τριαντάφυλλα δεν είναι κι αυτά ωραίες
μικρές Λου
Που τις μαστιγώνουμε όπως το αεράκι
Χτυπά των τριανταφύλλων τα οπίσθια
Παραμελημένη
Λου τριαντάφυλλο μου
Μου έστειλες τα φύλλα σου
Ω μικρή θεά
Δημιουργείς τα τριαντάφυλλα
Φτιάχνεις τα φύλλα
Τριαντάφυλλα
Μικρές γυμνές γυναίκες που χορεύουν
Με ευγένεια
Πάνω σε κούνιες λικνίζονται
Με γυαλιστερά φουστάνια
Tραγουδούν το πιο όμορφο άρωμα το πιο δυνατό
το πιο γλυκό
Λου τριαντάφυλλό μου ω τελειότητά μου σ’ αγαπώ
Kαι είναι με χαρά που κινδυνεύω να τσιμπηθώ
Για χάρη της ομορφιάς
Σ’ αγαπώ σε λατρεύω δαγκώνω σιγανά τα φύλλα σου
Τριαντάφυλλο που βασιλεύεις στα λουλούδια Λου
βασίλισσα των γυναικών
Σε φέρνω στην άκρη των δακτύλων ω Λου ω
τριαντάφυλλο
Στην άκρη των δαχτύλων και σε κρατώ σφιχτά
Μέχρι που λιποθυμάς
Όπως λιποθυμά το άρωμα
Από τα τριαντάφυλλα
Σ’ αγκαλιάζω Λου και σε λατρεύω.

Guillaume Apollinaire

Έχουνε όλα ειπωθεί εκατό φορές

Έχουνε όλα ειπωθεί εκατό φορές
Και μάλιστα καλύτερα από μένα
Αν λοιπόν γράφω στίχους
Είναι γιατί μου αρέσει
Είναι γιατί μου αρέσει
Είναι γιατί μου αρέσει
Να μπαίνω στο ρουθούνι σας.

Boris Vian

Σινεμά

Υπάρχουν κάποιοι που καυλώνουν
Υπάρχουν και κάποιοι που δεν καυλώνουν
Γενικά εγώ συγκαταλέγομαι
Στη δεύτερη κατηγορία.

Louis Aragon

Το ψάρεμα της φάλαινας

Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας
Έλεγε ο πατέρας με μια θυμωμένη φωνή
Στο γιό του τον Προσπέρ , κάτω απ’ την
ντουλάπα τεντωμένο ,
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας ,
Δε θέλεις να πας ,
Και λοιπόν γιατί ;
Και λοιπόν γιατί να πάω να ψαρέψω ένα ζώο
Που δε μου έχει κάνει τίποτε , μπαμπά ,
Πήγαινε μπαμπά , πήγαινε εσύ να το ψαρέψεις ,
Αφού αυτό σου κάνει κέφι ,
Προτιμώ να μείνω στο σπίτι με τη φτωχή μου τη μανούλα
Και με τον ξάδερφό μου τον Γκαστόν
Έτσι με το φαλαινοθηρικό ο πατέρας βγήκε ολομόναχος
Στη θάλασσα τη μανιασμένη…
Να ο πατέρας μέσα στη θάλασσα
Να το παιδί μέσα στο σπίτι
Να και η φάλαινα μέσα στο θυμό
Και να κι ο ξάδερφος ο Γκαστόν που αναποδογυρίζει
τη σουπιέρα με το βραστό .
Η θάλασσα ήταν φριχτή
Η σούπα ήταν καλή
Και να πάνω στην καρέκλα ο Προσπέρ απεγνωσμένος :
Στο ψάρεμα της φάλαινας , δεν πήγα
Και γιατί λοιπόν να πάω ;
Ίσως και να την αρπάζαμε
Λοιπόν τότε θα μπορούσα να φάω .
Όμως να που ανοίγει η πόρτα και με νερά να στάζουν
Ο πατέρας εμφανίζεται λαχανιασμένος
Κρατώντας τη φάλαινα πάνω στη πλάτη του
Ρίχνει το ζώο πάνω στο τραπέζι μια φάλαινα όμορφη
με γαλάζια μάτια
Ένα ζώο που σπάνια το βλέπουμε
Και λέει με μια φωνή αξιολύπητη :
Στα γρήγορα να την κομματιάσετε
Πεινάω , διψάω , θέλω να φάω
Όμως να που ο Προσπέρ σηκώνεται .
Κοιτάζοντας τον πατέρα του μέσα στο άσπρο των ματιών
Μέσα στο άσπρο των γαλάζιων ματιών του πατέρα του
Γαλάζια όπως αυτά της φάλαινας με τα γαλάζια μάτια
Και γιατί λοιπόν να κομματιάσω ένα φτωχό ζώο που
τίποτε δε μου’ χει κάνει ;
Τόσο το χειρότερο δε θέλω το μερίδιο μου
Μετά πετάει το μαχαίρι στη γη
Όμως η φάλαινα το αρπάζει , και πηγαίνει με βιασύνη
πάνω στον πατέρα
Τον κόβει τον πατέρα σε μερίδες
Αχ , αχ λέει ο ξάδερφος Γκαστόν ,
Μου θύμισε το κυνήγι , το κυνήγι των πεταλούδων ,
Και να
Να ο Προσπέρ που ετοιμάζει τα αγγελτήρια
του θανάτου ,
Η μητέρα που πενθοφορεί για τον δυστυχισμένο της σύζυγο
Και η φάλαινα με δακρυσμένο μάτι αντικρύζοντας την
κατεστραμμένη οικογένεια .
Απότομα αρχίζει και φωνάζει :
Και λοιπόν γιατί σκότωσα αυτόν το φτωχό ηλίθιο
Τώρα οι άλλοι θα με καταδιώξουν με την εξωλέμβιο
Και μετά θα εξοντώσουν όλη τη μικρή μου οικογένεια .
Τότε , σκάζοντας ένα ανήσυχο γέλιο
Κατευθύνεται προς την πόρτα και λέει
Στη χήρα περνώντας δίπλα της :
Kυρία μου , αν έρθει κανείς και με ζητήσει
Να απαντήσετε με καλή καρδιά :
H φάλαινα έχει βγει
Παρακαλώ καθίστε .
Περιμένετε εκεί .
Σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς αμφιβολία θα έχει επιστρέψει …


1946
Jacques Prevert

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.

Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Γεώργιος Σουρής

Η εποχή των σκιών

Είμαστε εδώ
Χωρίς να είμαστε
Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε
Αγαπάμε
Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε
Την απουσία μας
Πώς μπορεί να ονομάζεται
Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές
Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι
Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών

Γιάννης Αγγελάκας

Αποκαθήλωση

Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.

(Το κατώγι)
Γιώργος Παυλόπουλος

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Ατόφιος άνεμος

(απόσπασμα)

Αέναο είναι το παρόν
                21 του Ιούνη
Αρχίζει σήμερα το καλοκαίρι
                 Δυο τρία πουλιά
Έναν κήπο ανακαλύπτουν
                 Εσύ διαβάζεις, τρως ένα ροδάκινο
Πάνω στο κόκκινο κάλυμμα
                                     Γυμνή
Σαν το κρασί στο γυάλινο σταμνί……
        Αέναο είναι το παρόν
Ο ήλιος εκοιμήθηκε στη μέση των βυζιών σου
Το κόκκινο κάλυμμα μαύρο είναι και πάλλει
Ούτε πλανήτης ούτε στολίδι
                                        Φρούτο
Το όνομά σου χουρμάς
                                Datia
Κάστρο από αλάτι αν επιτρέπεις
                                κηλίδα κόκκινη
πάνω στην πέτρα αναίσθητη….
Αν η φωτιά είναι νερό
                  Είσαι μια διάφανη σταγόνα
Αληθινό κορίτσι
                      Διαφάνεια του κόσμου
           Αέναο είναι το παρόν….
Μόνο τα μάτια σου ανθρώπινο νερό
                                       Και κάτω
Στο ραγισμένο διάστημα
Ο πόθος σε σκεπάζει με δυο φτερούγες μαύρες
Τα μάτια σου ανοιγοκλείνουν
                             Ζώα που φωσφορίζουνε
Και κάτω
           Το ζεστό φαράγγι
Το κύμα που διαστέλλεται και σπάει
                     Οι ανοιχτές σου γάμπες
Λευκότης που βυθίζεται
Ο αφρός των σωμάτων μας παραδομένων…

Octavio Paz

Μόνο

Αχ, όλα έπρεπε να ‘ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.

‘Ετσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.

Τα ωραία κι απλά κορίτσια –ω, αγαπούλες!–
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ‘ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σαν μάτια
και σα να μου γελάνε.

Νηπενθή, 1921
Κώστας Καρυωτάκης



Φιλία

Είναι η αναμενόμενη ώρα
Πέφτουνε πάνω στο τραπέζι
Ατέλειωτα
Της λάμπας τα μαλλιά
Η νύχτα αλλάζει το παράθυρο σε απεραντοσύνη
Κανείς δεν είν εδώ
Η ανώνυμη παρουσία με κυκλώνει .

Μετάφραση : Αργύρης Χιόνης
Octavio Paz

Άτιτλο

N᾽ αντέξουμε τη σκοτεινή πλευρά μας-
Από το πρωινό το μερτικό μας-
Για να γεμίσει το κενό ἀπ᾽ τη χαρά μας,
Απ᾽ την περιφρόνια το κενό μας-

Έν’ άστρο έδώ, κι έν᾽ άστρο εκεί,
Το δρόμο κάποιο χάνει!
Μία ομίχλη εδώ, μιά ομίχλη εκεί,
Και – μέρα πάλι – φτάνει!

Emily Dickinson

Όλα τα βράδια


Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.

Joyce Mansour

Το μόνο που ζητώ


Το μόνο που ζητώ από μια γυναίκα είναι να νιώσει τρυφερά για μένα
όταν και μένα η καρδιά μου κτυπήσει τρυφερά γι’ αυτήν,
να γεννηθεί ανάμεσά μας ένα απαλό, απαλό τρεμούλιασμα
σα σιωπηλές καμπάνες.
Είναι το μόνο που ζητώ.
Με κούρασαν τόσο οι βίαιες γυναίκες που απαιτούν ν’ αγαπηθούν
δίχως να υπάρχει ίχνος αγάπης μέσα τους.

D.H. Lawrence

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Το πρόσωπό σου


Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει
Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει
Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι
Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει.


Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Παρέλαση ερώτων


Η πρώτη ήταν εκείνο το λεπτό, κοκαλιάρικο κορίτσι...
Μου φαίνεται πως τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον έμπορο.
Αναρωτιέμαι αν πάχυνε καθόλου.
Ακόμη καίγομαι για να την ξαναδώ.
Δεν είναι εύκολο πράγμα η πρώτη αγάπη.
........................... ανεβαίνει
......................... στεκόμαστε στη μέση του δρόμου
......................... ακόμη κι αν
........... γεμίσαμε τους τοίχους με τα ονόματά μας,
........................... στη φωτιά.
Η Τρίτη ήταν η Δις Munevver,
μεγαλύτερη από μένα.
Της έγραφα και πέταγα
τα γράμματα στον κήπο της.
Τα διάβαζε και έσκαγε απ’ τα γέλια.
Τα θυμάμαι ακόμη
και ντρέπομαι, σαν να ’ταν τώρα.
Η τέταρτη ήταν άγρια.
Μου έλεγε προστυχιές.
Μια μέρα γδύθηκε μπροστά μου.
Τα χρόνια πέρασαν,
μα δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Κατοίκησε πολύ βαθιά τα όνειρά μου.
Ας προσπεράσουμε την Πέμπτη
κι ας έρθουμε στην έκτη.
την έλεγαν Nurunnisa.
Όμορφη,
μελαχρινή μου,
αγάπη μου, λατρεία μου,
Nurunnisa!
Η έβδομη ήταν η Aliye, αστή από καταγωγή,
μα δεν την εκτιμούσα.
Όπως όλες οι αστές,
ασχολιόταν συνεχώς με γούνες και σκουλαρίκια.
Η όγδοη ήταν πάνω κάτω τα ίδια σκατά.
Εμπιστεύεσαι τη γυναίκα ενός άλλου,
μα όταν θελήσεις να φτάσεις ως το τέλος,
αρχίζουνε τα ψέματα και οι καυγάδες.
Το ψέμα είχε γίνει δεύτερη φύση της.
Την ένατη την έλεγαν Ayten.
Χόρευε το χορό της κοιλιάς σε κάποιο μπαρ.
Όσο εργαζόταν ήταν σκλάβα του καθένα,
μα μόλις τέλειωνε, μπορούσε
να κοιμηθεί με όποιον της άρεσε.
Η δέκατη φάνηκε έξυπνη
και με παράτησε.
Δεν έκανε άσχημα.
Ο έρωτας είναι δουλειά για πλούσιους,
τεμπέληδες κι ανέργους.
Αν δυο καρδιές αγαπηθούν
ο κόσμος μοιάζει ωραίος κι αληθινός.
Αλλά δυο σώματα γυμνά
ανήκουν στην μπανιέρα.
Η δωδέκατη έκανε καριέρα.
Τι άλλο να έκανε;
Ήταν φτιαγμένη για άντρα σαδιστή.
Την έλεγαν Luxandra.
Τα βράδια ερχόταν στο δωμάτιό μου
κι έμενε μέχρι το πρωί.
Έπινε κονιάκ και μεθούσε.
Ξυπνούσε απ’ τ’ άγρια χαράματα
κι έφευγε για τη δουλειά.
Ας έρθουμε τώρα στην τελευταία.
Έπεσα πάνω της
σαν να μην είχα αγαπήσει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν μόνο θηλυκό. Ήταν προσωπικότητα.
Τέρμα οι βλακείες με τις ευγένειες,
το επίπεδο ζωής, την απληστία
και τα διαμαντικά.
«Αν είμαστε ελεύθεροι» μου είπε.
«Αν είμαστε το ίδιο» της είπα.
Ήξερε ν’ αγαπάει
και ήξερε να ζει.

[Το ποίημα βρέθηκε ημιτελές, μετά το θάνατό του, τυλιγμένο σε μια οδοντόβουρτσα.]

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Orhan Veli Kanik