Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Ανοίγω το στόμα μου

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.

Οδυσσέας Ελύτης


Τα γράμματά σου

Τα γράμματά σου τα 'χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια...
Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!
Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι· δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.

Κώστας Καρυωτάκης

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Η Αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα, αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι ολόφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

Κώστας Ουράνης

Ο ταξιδιώτης

Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι

αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
ώ μνήμη μνήμη
ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
κοντά στο Λουξεμβούργο
στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
ένας κρατούσε μια νυφίτσα
άλλος ένα σκαντζόχοιρο
έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
θυμάσαι το πένθος των σταθμών
πολύωρο
διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε

δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
να μιλούν
ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων

γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
και το γυμνό κοπάδι των τοπίων

κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
χαύνο κι εξοργισμένο
και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
ποταμού
και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
ματιών
κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
φοντας
αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
όπως
οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
λώναν
οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
στρώντας
βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά

Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
Ευρίπου.

Guillaume Apollinaire

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Αφρός

Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικούμενης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ' επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάμε
Μες' στον αφρό της θάλασσας.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Πόθοι

Πόθοι νεανικοί,
σαν πολύ ωραίοι, νεανικοί εραστές,
με άψογη την αγνότητα της ορμής,
μ' απαράμιλλη περηφάνεια κι ευγένεια.

Έσβησαν.
Όπως για κάποιους νέους λεν,
πως ο θεός τους αγάπησε
και νέοι πεθάναν.
Ίσως να εξαφανίστηκαν δίχως επιστροφή,
κάποιαν ωραία βραδιά,
με πλήρες φως, μελιχρό, της σελήνης.
H εκδοχή, πως ανίερα χέρια
τους έπνιξαν σε άνομα πάνω κρεβάτια,
σε δωμάτια για φτηνή ηδονή,
– ας την αποτρέψουμε,
τούτη την αποτρόπαια σκέψη.

Tα φαντάσματα που ξανάρχονται
ανήσυχα των πόθων,
πανέμορφα, τραγικά πρόσωπα,
ομολογούν κάποιο έγκλημα, 
εν τούτοις.

(από τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Καρέλλη Ζωή





Επιθυμίες


Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν με δάκρυα , σε μαυσωλείο λαμπρό ,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μιά νύχτα , ή ένα πρωί της φεγγερό .

Κ.Π. Καβάφης

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Κάποτε




Ήμουν ερωτευμένος κάποτε μαζί σου,
Και να το πω ειλικρινά, ακόμα σ’ αγαπώ,
Αλλά ας μη σ’ απασχολεί πλέον αυτό,
Αφού δεν πρόκειται πια να σε ενοχλώ.
Εγώ σε λάτρευα σιωπηλά, παρθενικά,
Γοητευμένος από το δικό σου κάλλος.
Εγώ σε αγαπούσα άδολα και τόσο στοργικά,
Έτσι, ώστε να δώσει ο Θεός, να σ’ αγαπήσει κάποιος άλλος.


Alexander Pushkin




Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Ο κήπος


Μύριζε πυρετὸς
κῆπος δὲν ἤτανε αὐτὸς
κάτι παράξενα ζυγαριὰ μέσα του
περπατοῦσαν
στὰ χέρια τὰ παπούτσια τους
φοροῦσαν
τὰ πόδια τους ἦταν μεγάλα ἄσπρα
καὶ γυμνὰ
κάτι κεφάλια σὰν ἄγρια φεγγάρια ἐπιληπτικὰ
καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου
φυτρώνανε
γιὰ στόματα
ποὺ ὁρμοῦσαν καὶ τὰ ξέσκιζαν
οἱ πεταλοῦδες-σκύλοι


Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις
Κέδρος, 2000.
Μίλτος Σαχτούρης




Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Τὸ δάσος




Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.


(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ΄ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ΄ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ΄ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τι γυαλόπετρες φούχτες
τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.

Κάτι 
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ΄ τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;
-Θόη θόη θμος 
- Ε; Τι; 
- Αρίηω ηθύμως θμος 
- Δεν άκουσα τι πράγμα; 
- Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα΄ να μ΄ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Οδυσσέας Ελύτης


Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Γυμνὸ σῶμα

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.

Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.

Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.

Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.

Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.

Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.


Ἀθήνα 24.9.80
Γιάννης Ρίτσος