Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Έρωτος Άκουσμα


Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου
σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’ έπλασεν· αυτά
πρώτα· κι έπειτα τ’ άλλα —πιο μικρά— που στην ζωή σου
επέρασες κι απόλαυσες, τ’ αληθινότερα κι απτά.—
Aπό τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Κ. Π. Καβάφης

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Το κεφάλι του ποιητή



Έκοψα το κεφάλι μου
το ’βαλα σ’ ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
—Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

Μίλτος Σαχτούρης

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Γεύση θανάτου


Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.
Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ' αργό βήμα προχωρεί, απ' την πρώτη εκείνη μέρα.
Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θάχεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Γιατί θάβλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)
Γιώργος Βαφόπουλος

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Σ ’ ακούω να έρχεσαι


Φέρνεις τη μνήμη των άδειων ήμερων
μαλλιά πού δε δόθηκαν σέ προσφορά
χέρι πού δεν καταχτήθηκε
Μορφή θαμπή
τα μάτια μου βουρκώνουν
στο λαιμό μου χωνεύονται λυγμοί
πού δεν πήρανε σώμα
Τώρα βυθίζεσαι σέ κάθε μου ρωγμή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Το τραγούδι του Κόρακα για τον Ελέφαντα-Τοτέμ



Μια φορά κι έναν καιρό
Ο Θεός έφτιαξε τον Ελέφαντα.
Τότε ήταν μικρός και ντελικάτος
Καθόλου παράξενος,
Ούτε μελαγχολικός

Οι Υαινες τραγουδούσαν στα χαμόκλαδα: Είσαι όμορφος-
Φανέρωναν τα καψαλισμένα κεφάλια τους με τις σαρδόνιες εκφράσεις
Σαν μισοσαπισμένες πληγές ακρωτηριασμών-
Φθονούμε τη χάρη σου
Χόρευαν μες την αγκαθωτή βλάστηση
Ω πάρε μας μαζί σου στη Χώρα της Γαλήνης
Ω άχρονα μάτια αθωότητας και καλοσύνης
Βγάλε μας απ' τα καμίνια
Και τις φωτιές των καπνισμένων προσώπων μας
Μέσα σε αυτά τα κολαστήρια σπαρταράμε
Αποκλεισμένοι πίσω από τις μπάρες των δοντιών μας
Σε ακατάπαυστη μάχη μ' έναν θάνατο
Μεγάλο όσο η Γη
Και με τη δύναμη της Γης.

Κι έτσι οι Υαινες έτρεχαν πίσω από την ουρά του Ελέφαντα
Σαν ευκίνητη λαστιχένια μπάλα
Περιδιάβαινε χαρούμενα μέσα στην ξεγνοιασιά του
Μα δεν ήταν Θεός, όχι δεν ήταν δική του δουλειά
Να συνετίσει τους καταραμένους.
Με μένος, με τρέλα τότε, έβαλαν φωτιά στα ρύγχη τους
Ξέσχισαν τα σπλάχνα του
Τον μοίρασαν ανάμεσα σε κάθε Κόλασή τους
Για να κλάψουν πάνω από τα κομμάτια του
Φλογισμένα, καταφαγωμένα
Μέσα σε παρελάσεις κολασμένων γέλιων.

Στην Ανάσταση των Νεκρών
Ο Ελέφαντας συνάρμολόγησε τον εαυτό του προσεκτικά
Θανατηφόρα πέλματα και αδιαπέραστο κορμί και πανίσχυρα κόκκαλα
Και εντελώς αλλαγμένα μυαλά
Πίσω από γερασμένα μάτια, γεμάτα πονηριά και σοφία.

Ετσι μέσα στο πορτοκαλί λυκόφως και τις γαλάζιες σκιές
Της μέλλουσας ζωής, ανεμπόδιστος και τεράστιος,
Ο Ελέφαντας βαδίζει τον δρόμο του, μια κινούμενη έκτη αίσθηση
Και αντίθετα και παράλληλα
Οι άγρυπνες Υαινες προχωρούν
Κατα μήκος του αδειανού ορίζοντα τρέμοντας σαν πυρακτωμένες λαμαρίνες
Τρέχουν μαστιγωμένες
Τα ντροπιασμένα τους λάβαρα διπλωμένα σφιχτά
Κάτω απ' τα σωθικά τους.
Μπουκωμένες με σάπιο γέλιο
Κηλιδωμένες απ' το μαύρο υγρό που αναβλύζει
Και τραγουδούν: "Δική μας είναι η χώρα
Των ηδονών και όμορφο
Το σαπρό στόμα της λεοπάρδαλης
Και τα μνήματα του πυρετού
Γιατί μόνον αυτά μας ανήκουν-"
Και ξερνούν το γέλιο τους.

Και ο Ελέφαντας τραγουδάει βαθιά μες στον λαβύρινθο του δάσους
Για ένα αστέρι αείζωης και ανώδυνης γαλήνης
Αλλά κανένας αστρονόμος δεν μπορεί να το βρει.

(από τη συλλογή "Crow", 1971)
Ted Hughes

Η σκέψη-αλεπού



Φαντάζομαι το δάσος αυτής της μεταμεσονύκτιας στιγμής:
Κάτι άλλο ακόμα είναι ζωντανό
Εκτός από τη μοναξιά του ρολογιού
Κι αυτή τη λευκή σελίδα όπου κινούνται τα δάχτυλά μου.

Εξω από το παράθυρο κανένα αστέρι:
Κάτι πιο κοντινό
Αν και βαθύτερα χωμένο στο σκοτάδι
Εισβάλλει στη μοναξιά:

Ψυχρή, με την απαλότητα του νυχτερινού χιονιού
Η μύτη μιας αλεπούς αγγίζει φύλλα και κλαδιά
Δυο μάτια υπηρετούν την κίνηση, που τώρα
Και πάλι τώρα, και τώρα, και τώρα

Αποθέτει καθαρά ίχνη πάνω στο χιόνι
Ανάμεσα στα δέντρα, και επιφυλακτικά μια αδύναμη
Σκιά αργοπορεί δίπλα σε κούτσουρα και κουφάλες
Ενα σώμα ξεπροβάλλει θαρρετά

Μέσα από ξέφωτα, το μάτι
Ενα πράσινο που βαθαίνει και ανοίγει,
Με ευφυία, με συγκέντρωση,
Εντρυφεί στις δικές του υποθέσεις

Μέχρι, που με μια έξαφνη οξεία καυτή οσμή αλεπούς
Εισέρχεται στη σκοτεινή οπή του εγκεφάλου.
Το παράθυρο ακόμα δίχως άστρα το ρολόι χτυπά,
Η σελίδα τυπώνεται.

(από τη συλλογή "Hawk in the rain", 1957)
Ted Hughes 

Κάβουρες-φαντάσματα



Καθώς πέφτει η νύχτα και σκουραίνει η θάλασσα,
Ενα βάθος σκοτεινό πυκνώνει, συναθροιζόμενο από τους πόντους και τις υποβρύχιες χώρες,
Μέχρι την άκρη της θάλασσας. Στην αρχή
Μοιάζει ν' αποκαλύπτει βράχια, σκίζοντας τη χλομάδα τους.
Σταδιακά εξουθενώνει τα έργα της παλίρροιας,
Η δύναμή του διαρρέει από απαστράπτοντα κουβούκλια κι έρχονται οι κάβουρες
Κάβουρες γίγαντες, κάτω από επίπεδα καύκαλα, ατενίζουν την ενδοχώρα
Ενα χαράκωμα γεμάτο κράνη.
Φαντάσματα, είναι κάβουρες-φαντάσματα.
Αναδύονται
Ενα αόρατο ξερατό του θαλάσσιου ψύχους
Πάνω από τον άνθρωπο που περιπλανιέται στην αμμουδιά.
Ξεχύνονται στη στεριά, μέσα στο μενεξεδί καπνό που αναθρώσκει
Από τα δάση και τις πολιτείες μας- ένα συμπαγές κύμα
Από ψηλές, εκπληκτικές οπτασίες
Που γλιστρούν σαν δονήσεις μέσα στο νερό.
Οι τοίχοι, τα κορμιά μας, δεν είναι εμπόδια γι' αυτούς.
Η πείνα τους φωλιάζει αλλού.
Δεν μπορούμε να τους δούμε ούτε να τους αγνοήσουμε.
Τα κινούμενα στόματα, τα μάτια τους
Με ένα αργό ορυκτό μένος
Διαρρηγνύουν την ανυπαρξία μας όταν ξαπλώνουμε στα κρεβάτια μας,
Ή καθόμαστε σ' ένα δωμάτιο. Ισως ταράζουν τα όνειρά μας.
Ή πεταγόμαστε απότομα απ' τον ύπνο ανάμεσα στα υπάρχοντά μας
Με κομμένη την ανάσα, λουσμένοι στον ιδρώτα, με μυαλό μπερδεμένο, τυφλό
Στο φως του λαμπτήρα. Κάποτε, για μερικές στιγμές, μ' ένα γλίστρημα  
Παρακολουθούμε
Εναν όγκο σιωπής
Να στοιβάζεται ανάμεσά μας. Οι κάβουρες αυτοί κατέχουν τον κόσμο.
Ολη τη νύχτα, ολόγυρά μας και μέσα από εμάς,
Καταδιώκουν ο ένας τον άλλο, γατζώνονται ο ένας στον άλλο
Καβαλούν ο ένας τον άλλο, ξεσχίζουν ο ένας τον άλλο,
Ολοκληρωτικά εξαντλούν ο ένας τον άλλο.
Είναι η δύναμη του κόσμου τούτου.
Εμείς είμαστε τα βακτήριά τους,.
Πεθαίνουμε τη ζωή τους και ζούμε τον θάνατό τους.
Την αυγή, αποτραβιούνται αργά πίσω από την άκρη της θάλασσας.
Είναι ο σάλος της ιστορίας, ο σπασμός
Στις ρίζες του αίματος, στους κύκλους της ταύτισης.
Γι' αυτούς, οι ρημαγμένες χώρες μας είναι άδεια πεδία μάχης
Ολη την ημέρα ανασυγκροτούνται κάτω από τη θάλασσα.
Το τραγούδι τους, μια απαλή αύρα σπάει πάνω στα βράχια ενός ακρωτηρίου,
Οπου μόνο κάβουρες μπορούν ν' ακούσουν.

Είναι τα μοναδικά παιχνίδια του Θεού.

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes

Το ουρλιαχτό των λύκων



Είναι απόκοσμο.

Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου
Που διαλύεται μες στη σιγαλιά του αέρα;

Επειτα το κλάμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.
Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας- φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,
Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μην ραγίσει από το κρύο,
Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πώς έγινε
Και πρέπει να ζήσουν έτσι.

Πώς πρέπει να ζήσουν

Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά.
Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.
Ουρλιάζει, δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.

Η γη βρίσκεται κάτω απ' τη γλώσσα του,
Ενα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ' τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.
Ομως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.

Τρέχει μπρος-πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.

Πρέπει να ταϊσει τη γούνα του.

Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes 

Η αρκούδα



Μέσα στο πελώριο, ορθάνοιχτο, κοιμισμένο μάτι του βουνού
Η Αρκούδα είναι η λάμψη στην κόρη
Ετοιμη να ξυπνήσει
Και ακαριαία να εστιάσει.

Η Αρκούδα κολλάει
Την αρχή με το τέλος
Με κόλλα απ' των ανθρώπων τα κόκκαλα
Στον ύπνο της.

Η Αρκούδα σκάβει
Στον ύπνο της
Το τείχος του Σύμπαντος
Μ' ενός αθρώπου οστό.

Η Αρκούδα είναι πηγάδι
Πολύ βαθύ για να λάμψει
Εκεί χωνεύεται
Η κραυγή σου.

Η Αρκούδα είναι ποτάμι
Εκεί όσοι σκύβουν για να πιουν
Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.

Η Αρκούδα κοιμάται
Μέσα σ' ένα βασίλειο τοίχων
Μέσα σ' ένα δίκτυο ποταμών.

Είναι ο βαρκάρης
Για τη χώρα των νεκρών.

Η αμοιβή της είναι τα πάντα.  

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes 

Φεγγαρόφωτο


Είναι η ψυχή σας ένα θεσπέσιο τοπίο
όπου συρρέουν μασκοφόροι μαγευτικοί
παίζοντας τον αυλό, χορεύοντας, κι ίσως σχεδόν
θλιμμένοι κάτω απ’ τις εξαίσιες φορεσιές τους
Σύσσωμοι όλοι τραγουδούν σε κλίμακες οδύνης
για νικηφόρους έρωτες και ανθοστόλιστους βίους
ίσως να μην πιστεύουν μέσα στην ευτυχία τους
και οι φωνές τους μπλέκονται στο φεγγαρόφωτο
Ω, γαλήνιο φως του φεγγαριού πανέμορφο όμως και τόσο μελαγχολικό
που δίνεις στα πουλιά τη δύναμη να ονειρευτούν μέσα στα δέντρα
και κάνεις τις πηγές με όλο λυγμούς να κλαίνε εκστατικές
εκείνες τις πελώριες πηγές ανάμεσα απ’ τα αγάλματα.

Paul Verlaine

Ο Θάνατος των Εραστών


Θα ‘χουμε κλίνες, με μια απαλή ευωδία
Βαθιά ανάκλιντρα όπως στους τάφους
Και παράξενα λουλούδια πάνω στα ράφια
Ανθισμένα για μας, κάτω απ’ ουρανούς πιο ωραίους
Καθώς θα στερεύουν οι τελευταίοι μας πόθοι
Θα ‘ναι οι καρδιές μας δύο αχανείς λαμπάδες
που αντανακλούν τη διπλή τους λάμψη
πάνω στα δυο πνεύματά μας, τούτοι οι δίδυμοι καθρέπτες
Κάποιο δειλινό φτιαγμένο σε μυστήριο ρόδινο και γαλανό
Θ’ ανταλλάξουμε μοναδικό έναν κεραυνό
ανυπόφορο αντίο, τι μακρόσυρτος λυγμός
Και αργότερα ένας Άγγελος, μισανοίγοντας τις πόρτες
Θα έρθει ανασταίνοντας, πιστός και χαρούμενος
Τους θολούς καθρέπτες, και τις σβησμένες φλόγες

Charles Baudelaire

Τα χέρια

Τα χέρια τ' ακριβά, δικά μου που έγιναν,
ωραία ωραία, μικρά μικρά,
κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα
κι απ' όλα αυτά τ' ανίερα κοσμικά.

Ύστερ' από τ' αραξοβόλια και τις αμμουδιές
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.

Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ' την ψυχή μου,
τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;

Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;

Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.

Μτφ. Κωστής Παλαμάς
Paul Verlaine

Ένας βαθύς μαύρος ύπνος

Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.

Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!


Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...

Μτφ. Λ. Πόρφυρας
Paul Verlaine

Νυχτερινή Φαντασία

Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ' αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον  μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα 'χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ' ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.

Μτφ. Τ. Άγρας
Paul Verlaine

Έξι βδομάδες κιόλα

Έξι βδομάδες κιόλα, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καϋμούς,
Βέβαια, καϋμός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!

Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ' αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή
Του πλάσματος φέρνεις στο νου που είναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ' εκείνον μοναχός μιλείς που είναι μακρυά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθής κι' ότι κι' αν στοχαστής και όλα όσα
Μ' εκείνον πεις που βρίσκεται μακρυά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι ' άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.

Ω! η απουσία! η πιο σκληρή απ' τις δυστυχίες όλες!
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητείς ξαλαφρωμό,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι' ό,τι θα βρης ανούσιο πάντα να 'ναι και πικρό!
Κι' ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι' από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι  απ' το νοτιά στη θάλασσα κι απ' τ' αγριοφύσημά του,
Και μ' ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια την Αμφιβολία τη βδελυρή.

Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να 'ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ' όχθη ξεραμένη,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ' αγνό;
'Ισως να 'ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.

Μτφρ: Κ. Παράσχος
Paul Verlaine 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Άλλο τραγούδι



Έσβησε τ’ όνειρο για πάντα!
Στη βροχερή τη νύχτα
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
 που τα δέντρα αργοστάζουν

Και μες στη γλυκειά θλίψη
του τοπίου που πεθαίνει
κοπήκανε οι φωνές μου
Έσβησε το όνειρο για πάντα.
Για πάντα!Θεέ μου!
Κι όλο πέφτει το χιόνι
στον έρημο κάμπο
της ζωής μου,
κι η πλάνη
που πάει μακρυά,φοβάται
μην παγώσει ή μην χαθεί

Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είν’ άλλο
παρά η κούραση μόνο του χιονιού.

Ο ρυθμός μου ολοένα τραγουδάει
πως το όνειρο έσβησε για πάντα
Και μες στο αχνό το βράδυ
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν.

Federico Garcia Lorca

Ψυχή απούσα


Δε σε γνωρίζει ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.
Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Federico Garcia Lorca

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Οιωνοί της αθωότητας



"Πρέπει να δημιουργήσω ένα σύστημα,
ή θα σκλαβωθώ από κάποιου άλλου ανθρώπου.
Δεν θα εκλογικεύσω ούτε θα συγκρίνω.
Η δουλειά μου είναι να δημιουργώ."

Για να δεις τον κόσμο σε ένα κόκκο άμμου
Και τον παράδεισο σε ένα αγριολούλουδο
Κράτησε το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου
Και την αιωνιότητα σε μία ώρα.
Ένας κοκκινολαίμης πετρίτης σε κλουβί
Φέρνει όλο τον ουρανό σε οργή.
Ένας περιστερώνας γεμάτος περιστέρια
Φέρνει ρίγος σε όλες τις περιοχές της κόλασης
Ένα πεινασμένο σκυλί στην πύλη του αφεντικού
Προβλέπει την καταστροφή του κράτους.
Ένα άλογο που το κακομεταχειρίστηκαν στο δρόμο
Ζητά από τον ουρανό ανθρώπινο αίμα
Κάθε κραυγή ενός κυνηγημένου λαγού
Σχίζει μια ίνα από τον εγκέφαλο.
Μια σιταρήθρα* τραυματισμένη στο φτερό
Ένα χερουβείμ σταματά να τραγουδά
Ένας ψαλιδισμένος κόκορας έτοιμος για μάχη
Φοβίζει τον ήλιο που ανατέλλει.
Κάθε λύκου και λιονταριού η κραυγή
Από την κόλαση εγείρει μια ανθρώπινη ψυχή.
Το άγριο ελάφι που περιπλανάται εδώ και εκεί
Εμποδίζει την φροντίδα της ανθρώπινης ψυχής
Το κακομεταχειρισμένο αρνί τρέφει την δημόσια διαμάχη
Και όμως συγχωρεί την λεπίδα του χασάπη.
Οιωνοί της αθαλέα πετά στο τέλος του απογεύματος
Άφησε το μυαλό που δεν θέλει να πιστέψει
Η κουκουβάγια που καλεί τη νύχτα
Μιλά στον τρόμο του άπιστου.
Αυτός που θα πληγώσει έναν τρυποφράχτη**
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από άνθρωπο
Αυτός που στο βόδι θυμό προκάλεσε
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από γυναίκα.
Το αχαλίνωτο αγόρι που σκοτώνει τη μύγα
θα νιώσει την αγριότητα της αράχνης
Αυτός που βασανίζει το δαιμόνιο του σκαραβαίου
Υφαίνει κλήματα σε ατέλειωτη νύχτα.
Η κάμπια πάνω στο φύλλο
Σου επαναλαμβάνει τη θλίψη της μητέρας της
Μην σκοτώνεις ούτε το σκόρο, ούτε την πεταλούδα
Διότι η τελική κρίση πλησιάζει.
Αυτός που θα εκπαιδεύσει άλογο για πόλεμο
Δεν θα περάσει ποτέ το αντιδιαμετρικό εμπόδιο
Το σκύλο του ζητιάνου και τη γάτα της χήρας
Τάισε τα και θα παχύνεις.
Η σκνίπα που τραγουδά το τραγούδι του καλοκαιριού
Παίρνει δηλητήριο από τη γλώσσα του συκοφάντη
Το δηλητήριο του φιδιού και της σαλαμάνδρας
Είναι ο ιδρώτας του ποδιού της ζήλιας.
Το δηλητήριο της μέλισσας
Είναι η ζήλια του καλλιτέχνη.
Το ένδυμα του πρίγκηπα και τα κουρέλια του ζητιάνου
Είναι δηλητηριώδη μανιτάρια στα σακούλια του φιλάργυρου
Μια αλήθεια ειπωμένη με κακό σκοπό
Νικάει όλα τα ψέματα που μπορείς να επινοήσεις.
Είναι σωστό, έτσι έπρεπε να είναι
Ο άνθρωπος έγινε για την χαρά και την λύπη
Και όταν αυτό εμείς σωστά γνωρίζουμε
Τον κόσμο με ασφάλεια διασχίζουμε.
Χαρά και λύπη είναι τέλεια υφασμένα,
Μια ενδυμασία για τη θεϊκή ψυχή.
Κάτω από κάθε θλίψη και πεύκο
Τρέχει μια χαρά με μεταξωτό νήμα.
Το μωρό είναι κάτι περισσότερο από φασκιά
Σε όλα αυτά τα ανθρώπινα κράτη
Φτιάχτηκαν εργαλεία, και ανθρώπινα χέρια γεννήθηκαν
Κάθε αγρότης καταλαβαίνει.
Κάθε δάκρυ από κάθε μάτι
Γίνεται ένα μωρό στην αιωνιότητα.
Αυτό συλλαμβάνεται από τη λαμπρότητα του θηλυκού
Και επιστρέφει στη δική του απόλαυση.
Το βέλασμα, το αλύχτισμα, το μούγκρισμα και ο βρυχηθμός
Είναι κύματα που σκάνε στην ακτή του Ουρανού.
Το μωρό που κλαίει κάτω από την βέργα
Γράφει την εκδίκηση στα βασίλεια του θανάτου
Τα κουρέλια του ζητιάνου, κυματίζοντας στον αέρα,
Σχίζουν κουρελιάζοντας τους Ουρανούς.
Ο στρατιώτης, οπλισμένος με σπαθί και όπλο
Παραλυμένος χτυπά ο καλοκαιρινός ήλιος.
Το φαρδίνι*** του φτωχού αξίζει περισσότερο
Από όλο το χρυσό στις ακτές της Αφρικής.
Μισό φαρδίνι στυμμένο από τα χέρια του εργάτη
Θα αγοράσει και θα πουλήσει τις εκτάσεις του φιλάργυρου
Ή, αν προστατεύεται από ψηλά
Και αυτό ολόκληρο το έθνος πουλά και αγοράζει.
Αυτός που εμπαίζει την πίστη του βρέφους
Θα εμπαιχτεί σε μεγάλη ηλικία και στο θάνατο.
Αυτός που θα διδάξει το παιδί να αμφιβάλλει
Από το σάπιο τάφο ποτέ δεν θα ξεφύγει.
Αυτός που σέβεται την πίστη του βρέφους
Θριαμβεύει πάνω στην κόλαση και στο θάνατο.
Τα παιχνίδια του παιδιού και η λογική του γέροντα
Είναι οι καρποί των δύο εποχών.
Ο ερωτών, που κάθεται έτσι πονηρός,
Ποτέ δεν ξέρει πώς να απαντήσει.
Αυτός που απαντά με τα λόγια της αμφιβολίας
Σβήνει το φως της γνώσης.
Το ισχυρότερο δηλητήριο που έχουμε γνωρίσει
Προέρχονταν από το δάφνινο στέμμα του Καίσαρα.
Το τίποτα μπορεί να παραμορφώσει το ανθρώπινο γένος
Όπως το σιδερένιο στήριγμα της πανοπλίας.
Όταν ο χρυσός και οι πολύτιμοι λίθοι κοσμούν το άροτρο,
Η ζήλια θα προσκυνήσει τις ειρηνικές τέχνες.
Ένα αίνιγμα, ή η κραυγή του τριζονιού,
Είναι μια ταιριαστή απάντηση στην αμφιβολία.
Η ίντσα του μυρμηγκιού και το μίλι του αετού
Κάνει την ανάπηρη φιλοσοφία να χαμογελάσει.
Αυτός που αμφιβάλλει από αυτό που βλέπει
Ποτέ δεν θα πιστέψει, κάνε αυτό που σ' ευχαριστεί.
Αν ο ήλιος και το φεγγάρι αμφέβαλλαν
Αμέσως θα έσβηναν.
Το να έχεις πάθος μπορεί να σου κάνει καλό,
Αλλά δεν υπάρχει καλό αν το πάθος είναι μέσα σου.
Η πόρνη και χαρτοπαίκτης, από το κράτος
Αδειοδοτημένοι, οικοδομούν τις τύχες του έθνους.
Η κραυγή της πόρνης από δρόμο σε δρόμο
Θα υφάνει το σάβανο της παλιάς Αγγλίας.
Η κραυγή του νικητή, η κατάρα του ηττημένου,
Χορεύουν μπροστά από την νεκροφόρα της νεκρής Αγγλίας.
Κάθε νύχτα και κάθε αυγή
Μερικοί στη μιζέρια γεννιούνται,
Κάθε αυγή και κάθε νύχτα
Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση.
Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση,
Μερικοί γεννιούνται στην ατελείωτη νύχτα.
Οδηγούμαστε στο να πιστεύουμε ένα ψέμα
Όταν βλέπουμε όχι με το μάτι,
Το οποίο γεννήθηκε σε μια νύχτα για να χαθεί σε μια νύχτα,
Όταν η ψυχή κοιμόταν στις ακτίνες του φωτός.
Ο Θεός φαίνεται, και ο Θεός είναι φως,
Σε αυτές τις φτωχές ψυχές που κατοικούν στην νύχτα.
Μόνο η ανθρώπινη μορφή φανερώνεται,
Σ' αυτούς που κατοικούν στα βασίλεια της ημέρας.

*είδος κορυδαλλού
**είδος πουλιού γένος τρωγλοδύτη
***παλιό νόμισμα της Αγγλίας ισότιμο με το 1/4 της πέννας

Μετάφραση: Ιπτ. Ολλανδός
William Blake

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Άουσβιτς, ελεγείο σε μία ξανθή κοτσίδα


Λεν πώς τους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απ’ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, ν’ αντικρύζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σ’ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ‘ναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σ’ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μέσ’ απ’ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στ’ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρός σ’ αυτό το ανίδεο πλήθος,
που να βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω ν’ ανασύρω
μέσα από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να μην ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απ’ τη έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απ’ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.

Οκτώβριος 1978
Γιώργος Βαφόπουλος

Επί των ποταμών Βαβυλώνος


Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.
Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.
Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απ’ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.
Πως ν’ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;
Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσ’ απ’ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλωμό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.
Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη».
Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.
Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.
Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;
Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ώ Πόλη λατρεμμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.
Λατρεμμένη Πόλη; Μ’ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σ’ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;
Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μ’ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;
Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απ’ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;
Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.
Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απ’ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απ’ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.
Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;
Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Εάν επιλάθωμαί σου, ώ Θεσσαλονίκη,
η αρά επιπέσοι των προγόνων μου επ’ εμέ.
Άλλαλος είη η γλώσσα μου, εάν μή σου μνησθώ.

Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978
Γιώργος Βαφόπουλος

Συμφωνία σε κόκκινο και σε λευκό

Δος μου λοιπόν τα μάτια των ευτυχισμένων ποιητών,
που το προνόμιον έχουνε να βλέπουν
μόνο λευκές χιονιού νιφάδες, λευκά πέταλα
λουλουδιών, λευκούς καταρράκτες και λευκά σεντόνια.

Δος μου τα χέρια των λεπτών αυτών πριγκήπων,
που κατέχουν την τέχνη να μαδούνε τα λευκά
πούπουλα απ’ τις φτερούγες των αγγέλων σου,
για να καλύψουν τούτο το ακαλαίσθητο
κόκκινο τέλμα, που ενοχλεί την όρασή τους.

Δος μου και την ευαίσθητη λευκή ακοή τους,
που συλλαμβάνει μόνο τους ψιθύρους των φτερών,
γιατί ο παράξενος ορυμαγδός της ερπυστρίας
έξω από το ακουστικό πεδίο τους καλπάζει.

Κι ακόμα δός μου τα εράσμια λευκά τους χείλη,
που ενώ δεν αποστέργουν να φιλούν και χείλη κόκκινα,
ψιθυρίζουν λευκούς μονάχα λουλουδένιους στίχους,
ντυμένους σε λευκές συννέφων μουσελίνες.

29-45. Τα επιλεγόμενα, 1977. 26
Γιώργος Βαφόπουλος

Γεύση θανάτου

Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.

Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ’ αργό βήμα προχωρεί, απ’ την πρώτη εκείνη μέρα.

Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θα ’χεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.

1-12. Επιθανάτια και σάτιρες, 1966. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Η΄. Η Γενιά του 1930 και ο Σεφέρης. «Δωδώνη», χ.χ. 45.
Γιώργος Βαφόπουλος

Το δάπεδο


Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν' αρχίσω
απ' την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ' ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.
Των αισθήσεων σύγχυση.
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.

Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Η ζέστη των βράχων

Κράτησέ με σφιχτά η γη γυρνάει γρήγορα, αλλάζει
τα δάκρυά μας παγώνουν και πέφτουν χαλάζι
δώσε μου ένα φιλί, αυτή η εποχή με τρομάζει
ορχήστρα από κοκάλινα όργανα μοιάζει

Θυμάμαι έβλεπα τα όνειρα,
ο κόσμος σχέδια στα σύννεφα που περνούσαν
Είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά
γι’ αυτούς που αγαπούσαν
Οι φάλαινες του ουρανού με γέλιο
από δέντρο σε δέντρο πηδούσαν
και μες το μπλε ωκεανό
χιλιάδες πουλιά κελαηδούσαν

Φόβισε με ξανά να συνηθίσω ν’ ακούω τις εκρήξεις
η ζωή δεν έχει πια εκπλήξεις
σφύρα μου ένα σκοπό πιο γελαστό την καρδιά μου ν’ ανοίξεις
ο γείτονάς μου πέθανε από τύψεις

Θυμάμαι η έρημος ήτανε δάσος γεμάτο από θράσος και λύκους σοφούς
οι καρδιές μας γεμίσανε πάθος, δεν έβρισκαν λάθος μονάχα κουφούς
την τελευταία φορά που σε είδα κοιμόσουν στις πέτρες μαζί μ’ ερπετά
μου `πες "ωραία η ζέστη των βράχων",
σου είπα "το κρύο θα έρθει μετά"

Θυμάμαι έβλεπα τα όνειρα, ο κόσμος
σχέδια στα σύννεφα που περνούσαν
είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά
γι’ αυτούς που αγαπούσαν

Θάνος Ανεστόπουλος

Ἡ οὐλή

Τελευταία άρχισαν όλοι νὰ πε­θαί­νουν. Γνω­στοὶ κι ἄ­γνω­στοι, κολ­λη­τοὶ κι ἄ­σχε­τοι. Ρι­ζο­σπα­στι­κὴ ἀλ­λα­γὴ στὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τε­λευ­ταῖ­α ἄλ­λα­ζε κι αὐ­τή. Ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρά. Τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­χι­σε νὰ μὴν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν ἑ­αυ­τό της. Σὰ νὰ μὴν ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πιά, σὰ νὰ ἔ­χα­νε τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ποι­ά ἦ­ταν. Τυ­χαῖα ἔ­μα­θε γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Ἀ­να­μα­ρί­α Μαν­τοῦ­ρο. Εἶ­χε χρό­νια νὰ τὴ δεῖ. Κι ὅ­ταν τὴν ἔ­ψα­ξε στὸ δι­α­δύ­κτιο δὲν ἦ­ταν κὰν γι’ αὐ­τὴν ἀλ­λὰ γιὰ ἕ­να χα­ϊ­κοὺ ποὺ κά­πο­τε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε γρά­ψει καὶ θέ­λη­σε νὰ τὸ ξα­να­δι­α­βά­σει.Ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὴν ποί­η­ση. Τὰ ποι­ή­μα­τα μέ­νουν. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­να­χω­ροῦν. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ποι­ή­τρια ἀλ­λὰ σί­γου­ρα ἰ­δι­αί­τε­ρος ἄν­θρω­πος. Ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ ἡ πο­λυ­μά­θεια ἀν­τὶ νὰ τοὺς προ­βάλ­λει, τοὺς χαν­τα­κώ­νει. Ζοῦ­σε σὲ δέ­κα τε­τρα­γω­νι­κά, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς τρι­το­κο­σμι­κὲς συ­νοι­κί­ες τοῦ Πα­ρι­σιοῦ ποὺ δὲν κυ­κλο­φο­ρεῖς μό­νος σου τὸ βρά­δυ. Ἡ κα­τα­γω­γή της κά­που ἀ­πὸ τὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ εἶ­χε σπου­δά­σει δι­εύ­θυν­ση ὀρ­χή­στρας σὲ ὀ­νο­μα­στὴ σχο­λὴ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη ἀλ­λά, χρό­νια ἄ­νερ­γη, ζοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ ἐ­πι­δό­μα­τα τοῦ γεν­ναι­ό­δω­ρου Γαλ­λι­κοῦ κρά­τους. Τὴν συ­νάν­τη­σε στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ Shakespeare & Co καὶ ἦ­ταν ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α ποὺ τῆς σύ­στη­σε τὸν ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ βι­βλι­ο­πω­λεί­ου.
«Νό­μι­σα ὅ­τι εἶ­χε πε­θά­νει», τῆς εἶ­πε.
«Ὅ­πως βλέ­πεις, ζεῖ καὶ βα­σι­λεύ­ει», τῆς ἀ­πάν­τη­σε (στὸ με­τα­ξὺ πά­ει βέ­βαι­α κι αὐ­τός).
Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὴν οὐ­λὴ ποὺ εἶ­χε στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πό. Μὰ ποῦ τὴν πρό­σε­ξε! Ἔ­χει τὸ σχῆ­μα ἑ­νὸς που­λιοῦ, ἴ­σως γε­ρα­νοῦ, σχο­λί­α­σε, κι ἤ­θε­λε νὰ μά­θει τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Ἔ­νι­ω­σε κά­πως ἀ­μή­χα­να. Δὲν εἶ­χε κά­ποι­α ἱ­στο­ρί­α πά­θους νὰ τῆς δι­η­γη­θεῖ γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν οὐ­λή, ὅ­τι στὰ δε­κα­τέσ­σε­ρα ἄ­νοι­ξε τὶς φλέ­βες της για­τί ἔ­βρι­σκε τὴ ζω­ὴ ἀ­φό­ρη­τη, ἢ ὅ­τι ἔ­σπα­σε τζά­μια ἀ­πὸ ἀ­βά­στα­χτο κα­η­μὸ γιὰ ἕ­να πρό­ω­ρο χα­μὸ σὰν τὸν μι­κρὸ τοῦ Σά­λιν­τζερ στὸ «Φύ­λα­κα στὴ σί­κα­λη», ἢ γιὰ ἕ­να ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἔ­ρω­τα στὰ δε­κα­ο­χτώ. Ὄ­χι πὼς δὲν εἶ­χε τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, κά­θε ἄλ­λο, ἀλ­λὰ δὲν σχε­τί­ζον­ταν μὲ τὴν οὐ­λή.
«Πέ­ρα­σα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ τζα­μό­πορ­τα ὅ­ταν ἤ­μουν τρι­ῶν χρο­νῶν», τῆς εἶ­πε.
Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τῆς δι­η­γή­θη­κε τοὺς πρό­σφα­τους ἔ­ρω­τές της, γιὰ τὴ βι­βλι­ο­θη­κά­ριο τῆς δα­νει­στι­κῆς της βι­βλι­ο­θή­κης ποὺ τῆς φε­ρό­ταν στορ­γι­κὰ καὶ γιὰ τὸν πα­θο­λό­γο ποὺ ἔ­βλε­πε ὅ­λο καὶ πιὸ συ­χνὰ γιὰ τὶς ἀ­ϋ­πνί­ες της. Καὶ οἱ δυ­ὸ χω­ρὶς ἀν­τα­πό­κρι­ση. Βολ­τά­ρα­νε μα­ζὶ γιὰ ἕ­να φεγ­γά­ρι στὴν Ἀ­ρι­στε­ρὴ Ὄ­χθη φι­λο­λο­γών­τας γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς Ἀ­ρι­στε­ρῆς Ὄ­χθης. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε δι­α­βά­σει ὅ­λους τους ἐκ­πα­τρι­σμέ­νους συγ­γρα­φεῖς τοῦ με­σο­πο­λέ­μου, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὶς γυ­ναῖ­κες (δὲν ἦ­ταν τυ­χαῖ­ο ὅ­τι τὸ Shakespeare & Co ἔ­γι­νε τὸ λη­μέ­ρι της) καὶ οἱ ἐ­κλε­κτι­κὲς συγ­γέ­νει­ες ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­να τοὺς ἔ­δι­ναν σάρ­κα καὶ ὀ­στά. Σὰν νὰ περ­πα­τοῦ­σαν χέ­ρι-χέ­ρι μὲ τὴν Γερ­τρού­δη Στά­ιν καὶ τὴν Μί­να Λό­υ.
Με­τὰ ἔ­χα­σε τὰ ἴ­χνη της. Καὶ κα­νέ­να ἴ­χνος ἀ­πὸ τὸ χα­ϊ­κοὺ ποὺ ἔ­ψα­χνε. Σὲ ἕ­να μπλὸγκ ποί­η­σης βρῆ­κε ὅ­μως ἕ­να ἄλ­λο ποί­η­μά της ποὺ δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα δι­α­βά­σει. Εἶ­χε τί­τλο «Ἡ Γυ­ναί­κα τῆς ἀ­ρι­στε­ρῆς ὄ­χθης» καὶ μι­λοῦ­σε γιὰ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ἡ ποι­ή­τρια εἶ­χε πολ­λὰ χρό­νια νὰ δεῖ ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζε αὐ­το­στιγ­μεί, ἀ­πὸ τὴν οὐ­λὴ στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πὸ ποὺ εἶ­χε σχῆ­μα γε­ρα­νοῦ καὶ τὴν ἔ­κα­νε νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἀ­στε­ρι­σμούς. Τὸ ποί­η­μα εἶ­χε δι­α­βα­στεῖ σὲ μιὰ ἀγ­γλό­φω­νη ὁ­μά­δα ποί­η­σης ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἀ­πὸ τοὺς μπο­έ­μι­κους κύ­κλους τοῦ Πα­ρι­σιοῦ, ὅ­που σύ­χνα­ζε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α, καὶ εἶ­χε ἀ­ναρ­τη­θεῖ γιὰ τὴ μνή­μη της.Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὴν οὐ­λή. Χρό­νια εἶ­χε νὰ τὴν κοι­τά­ξει. Δὲν πέ­ρα­σε μέ­ρα πά­νω της. Ἀ­ναλ­λοί­ω­τη. Ἔ­μει­νε τρι­ῶν χρο­νῶν. Στ’ ἀ­λή­θεια ἔ­μοια­ζε μὲ γε­ρα­νό. Ἄγ­γι­ξε τὴν οὐ­λὴ σὰν φυ­λα­κτό.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τέλ

Μικρές αλήθειες


Να ξημερώνει μέσα σου η ζωή μου,
να `χουν τα μάτια σου αλάτι απ’ τα παλιά.
Να ξεφυσάει μέσα μου η πνοή σου
να `χουν τα χέρια μου γεμίσει με πουλιά.
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή μου,
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ’ τα παλιά.
Ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να `τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά.
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου,
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά;
Δε θα δειπνήσω πια με τη φωνή σου,
δε θα ζητήσω βάλσαμο απ’ τα παλιά.
Θα μπω σ’ ένα πλοίο και θα ρωτήσω
στον άλλο κόσμο αν μοιράζουνε φιλιά.
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή σου,
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ’ τα παλιά.
Ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να `τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά.
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά;
Έχει γεμίσει το μπουκάλι μου μ’ αλήθειες
μα η καρδιά σου είναι ένα ψέμα απ’ το βορρά.
Ας είν’ τα χέρια σου, τα μάτια και η πνοή σου
να μ’ αγκαλιάζουν αιώνια ψεύτικα,
να με κοιτάζουνε φευγαλέα ερωτικά,
να ξεφυσάει η πνοή σου απ’ το βορρά.

Θάνος Ανεστόπουλος