Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Τά «Ποιήματα» τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος

Ἦταν σ’ ἕνα ἀπ’ τά ταξίδια μου…
Μεσοπέλαγα καί φεγγάρι…
Σταμάτησε ὁ θόρυβος τῆς νύχτας στό πλοῖο.
Ἕνας ἕνας, παρέα παρέα, οἱ ταξιδιῶτες ἀποσύρθηκαν,
ἀπ’ τήν ὀρχήστρα ἀπέμεινε μόνο τό ἀναλόγιο σέ μιά γωνιά ἕνας Θεός ξέρει. ..
Μόνος στό καπνιστήριο μές στή σιωπή ἔπαιζα σκάκι…
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα ἡ ζωή ἀντηχοῦσε στό μηχανοστάσιο…
Μόνος… Κι ὁ καθένας ἦταν μιά ψυχή γυμνή μπροστά στό Σύμπαν…
(Ὦ γενέθλια πόλη μου στή μακρινή Πορτογαλία!
Γιατί δέν πέθανα παιδί ὅταν μονάχα ἐσένα γνώριζα;)
Ἄ, ὅταν βγαίνουμε τή θάλασσα
ὅταν ἀφήνουμε τή στεριά, ὅταν τή χάνουμε ἀπ’ τά μάτια μας,
ὅταν ὅλα γεμίζουν ἀπό ἀέρα ἀπολύτως θαλασσινό,
ὅταν ἡ ἀκτή γίνεται μιά σκοτεινή γραμμή,
στήν ὅλο καί πιό ἀκαθόριστη γραμμή τοῦ σούρουπου (αἰωροῦνται φῶτα) –
Ἄ τότε τί χαρά ἐλευθερίας γιά ὅποιον αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του.
Παύει νά ἔχει λόγο γιά νά ὑπάρχει κοινωνικῶς.
Δέν ὑπάρχουν πιά λόγοι γιά ν’ ἀγαπᾶς, νά μισεῖς, νά πρέπει,
δέν ὑπάρχουν πιά νόμοι, δέν ὑπάρχουν λύπες μέ ἀνθρώπινη γεύση…
Ὑπάρχει μόνο ἡ Ἀφηρημένη Ἀναχώρηση, ἡ κίνηση τῶν νερῶν
ἡ κίνηση τῆς ἀπομάκρυνσης, ὁ ἦχος
τῶν κυμάτων πού χτυποῦν στήν πλώρη,
καί μιά μεγάλη ἀνήσυχη εἰρήνη πού διεισδύει γλυκά στό πνεῦμα.
Ἄ νά ‘χω ὅλη μου τή ζωή
ἀσταθῶς παγιωμένη σέ μιά στιγμή σάν κι αὐτές,
νά ‘χω ὅλη τήν αἴσθηση τῆς διάρκειάς μου πάνω στή γῆ
σάν μιά ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτή τήν ἀκτή ὅπου ἄφησα τά πάντα –
Ἀγάπες, ἐκνευρισμούς, λύπες, συνενοχές, καθήκοντα,
τήν ἀνήρεμη ἀγωνία τῶν τύψεων,
τήν κούραση τοῦ ἀνώφελου τῶν πάντων,
τόν κόρο ὥς καί τῶν φανταστικῶν πραγμάτων,
τή ναυτία, τά φῶτα,
τά βλέφαρα πού πέφτουν βαριά πάνω στή χαμένη ζωή μου…

Θά πάω μακριά, μακριά! Μακριά, ὦ πλοῖο χωρίς αἰτία,
στήν προϊστορική ἀνευθυνότητα τῶν αἰώνιων ὑδάτων,
μακριά, πάντα μακριά, ὦ θάνατε.
Πότε [θά μάθω] ποῦ μακριά καί γιατί μακριά, ὦ ζωή…

Fernando Pessoa

Carry Nation


Ὄχι μιά ἁγία αἰσθητική, σάν τήν ἁγία Τερέζα,
Ὄχι μιά ἁγία τῶν δογμάτων,
Ὄχι μιά ἁγία.
Ἀλλά μιά ἁγία ἀνθρώπινη, τρελή καί θεία,
Μητρική, ἀγρίως μητρική,
Μισητή ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες,
Ἐπίμονη, μέ ὅλη τήν τρέλα τῆς ἁγιοσύνης.
Τή μισῶ καί εἶμαι ἀσκεπής
καί τήν ἐπευφημῶ χωρίς νά ξέρω τό λόγο!
Ἀμερικανική ἔκσταση στεφανωμένη μ’ ἀστέρια!
Μάγισσα μέ καλές προθέσεις…
Μή μαδᾶτε τριαντάφυλλα στόν τάφο της
ἀλλά δαφνόφυλλα, δαφνόφυλλα τῆς δόξας
νά τῆς πλέξουμε τή δόξα μέ τήν ὕβρι!
Πίνουμε στήν ὑγειά τῆς ἀθανασίας της
τό δυνατό κρασί τῶν μεθυσμένων.

Ἐγώ, πού ποτέ τίποτα δέν ἔκανα στόν κόσμο,
Ἐγώ, πού ποτέ δέν ἔμαθα νά θέλω ἤ νά ξέρω,
Ἐγώ, πού ἤμουν πάντα ἡ ἀπουσία τῆς βούλησής μου,
Σέ χαιρετῶ, τρελή μητερούλα, σύστημα συναισθηματικό!
Ὑπόδειγμα ἀνθρώπινης φιλοδοξίας!
Θαῦμα καλῆς χειρονομίας, μιᾶς βούλησης μεγάλης!
Ζάν ντ’ Ἀρκ δική μου δίχως πατρίδα!
Δική μου ἀνθρώπινη ἁγία Τερέζα!
Βλαμμένη ὅπως ὅλες οἱ ἁγίες
καί στρατευμένη σάν τήν ψυχή πού πολεμάει τόν κόσμο!
Μέ τό κρασί πού μίσησες σέ ἐπευφημοῦμε!
Οὐρλιάζοντας προπόσεις, κλαίγοντας σέ ἀνακηρύσσουμε ἁγία!

Σέ χαιρετῶ ὅπως ὁ ἐχθρός χαιρετάει τόν ἐχθρό!
Ἐγώ, τόσες φορές μεθυσμένος μόνο καί μόνο γιά νά μήν αἰσθάνομαι,
Ἐγώ, τόσες φορές τύφλα στό μεθύσι, γιατί δέν ἔχω ἀρκετή ψυχή,
Ἐγώ, τό ἀντίθετό σου,
Ἁρπάζω ἀπ’ τούς ἀγγέλους τό σπαθί, ἀπ’ τούς ἀγγέλους πού φυλᾶνε τήν Ἐδέμ,
τό ὑψώνω ἐκστατικός, οὐρλιάζοντας τό ὄνομά σου.

(Τά «Ποιήματα» τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος)
Fernando Pessoa

Τά «Ποιήματα» τοῦ Ἄλβαρο ντέ Κάμπος


Ὄχι! Θέλω μόνο τήν ἐλευθερία!
Ἀγάπη, δόξα, χρῆμα εἶναι φυλακές.
Ὡραῖα σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Ἄ, ἀφῆστε μέ νά βγῶ νά πάω νά μέ βρῶ.
Θέλω ν’ ἀναπνεύσω τόν ἀέρα μόνος,
δέν ἔχω σφυγμό ὅταν εἶμαι μέ κόσμο,
δέν συναναστρέφομαι μέ κανονισμούς
δέν εἶμαι παρά μονάχα ἐγώ, δέν γεννήθηκα παρά αὐτός πού εἶμαι, εἶμαι γεμάτος ἀπό μένα.
Ποῦ θέλω νά κοιμηθῶ; Στόν κῆπο…
Πουθενά τοῖχος –ἡ ἀπόλυτη σύμπνοια–
ἐγώ καί τό σύμπαν,
καί τί ἡσυχία, τί γαλήνη νά μή βλέπεις πρίν κοιμηθεῖς τό φάντασμα τῆς ντουλάπας
ἀλλά τό μέγα φέγγος, μαῦρο καί δροσερό, ὅλων τῶν ἄστρων μαζί,
τή μεγάλη ἀπέραντη ἄβυσσο ἐπάνω
νά στέλνει αὖρες καί εὐσπλαχνίες ἀπό ψηλά στό πρόσωπό μου, κρανίο πού τό σκεπάζει ἡ σάρκα,
ὅπου μόνο τά μάτια –ἄλλος οὐρανός– ἀποκαλύπτουν τό μεγάλο μυστηριῶδες ὄν.
Δέν θέλω! Δῶστε μου τήν ἐλευθερία!
Θέλω νά εἶμαι ὁ ἑαυτός μου.
Μή μέ εὐνουχίζετε μέ ἰδανικά!
Μή μου φορᾶτε τό ζουρλομανδύα τῶν τρόπων!
Μή μέ κάνετε ὑποδειγματικό καί κατανοητό!
Μή μέ σκοτώνετε ἐν ζωῆ!
Θέλω νά ξέρω νά πετάω αὐτή τήν μπάλα ψηλά στό φεγγάρι
καί νά τήν ἀκούσω νά πέφτει στό διπλανό κῆπο!
Θέλω νά ξαπλώσω στό γρασίδι, καί νά σκέφτομαι «αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω»…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό κῆπο…
Αὔριο θά πάω νά τήν πιάσω στό διπλανό…
νά τήν πιάσω στό διπλανό
στό διπλανό
κῆπο…
Fernando Pessoa

Πλάγια βροχή

 (αποσπάσματα)

Μακριά, στο φεγγαρόφωτο,
Στο ποτάμι, μια βάρκα
Γαλήνια περνά.
Αυτό τι φανερώνει;

Δεν ξέρω, μα εγώ απομακρύνομαι
Από τον εαυτό μου,
Και ονειρεύομαι
Κάτι που δεν μπορώ να δω.

Ποια αγωνία με καταβροχθίζει;
Ποιος έρωτας κανέναν μας δεν εξηγεί;
Η βάρκα περνά
Κι η νύχτα μένει.
{...}
Ο αέρας φυσάει δυνατά
Να ησυχάσω δεν μπορώ
Νιώθω μέσα μου κάτι
Στο τέλος του να φτάνει.

Ίσως είναι αυτό που είναι στην ψυχή μου
Νομίζει τη ζωή αληθινή...
Ίσως είναι αυτό που την ψυχή μου ηρεμεί
Που την κάνει να αισθάνεται...

Φυσάει αέρας δυνατός.
Φοβάμαι να σκεφτώ.
Αν αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου,
Το μυστήριό μου θα ανυψωθεί.

Αέρα που περνάς και λησμονείς,
Στάχτη που σηκώνεσαι και πέφτεις...
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!

Fernando Pessoa

Ο φύλακας των κοπαδιών (απόσπασμα)

Ένα μεσημέρι στο τέλος της άνοιξης
είδα ένα όνειρο σαν φωτογραφία:
τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει στη Γη.

Ήρθε απ’την πλαγιά ενός βουνού
κι είχε γίνει πάλι παιδί,
έτρεχε, κυλιόταν στο χορτάρι
ξερίζωνε λουλούδια και τα πετούσε,
γελούσε δυνατά για να τον ακούν μακριά.

Το’χε σκάσει απ’ τον ουρανό.
Ήταν πολύ δικός μας για να παριστάνει
το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.
Στον ουρανό ήταν όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα
με τα λουλούδια, τα δέντρα, τις πέτρες.
Στον ουρανό έπρεπε να είναι πάντα σοβαρός
και κάποιες φορές να ξαναγίνεται άνθρωπος
να ανεβαίνει στον σταυρό και να πεθαίνει πάντα
με ένα στεφάνι όλο αγκάθια γύρω γύρω
τα πόδια καρφωμένα μ’ένα τεράστιο καρφί
κι ένα κουρέλι στη μέση του
σαν αυτό που φοράν οι νέγροι στις εικονογραφήσεις.
Μήτε τον άφηναν να έχει πατέρα και μητέρα
σαν τα άλλα παιδιά.
Ο πατέρας του ήταν δυο πρόσωπα:
Ένας γέρος που τον έλεγαν Ιωσήφ, ξυλουργός το επάγγελμα
που δεν ήταν πατέρας του.
Ο άλλος ήταν ένα ηλίθιο περιστέρι,
το μοναδικό άσχημο περιστέρι αυτού του κόσμου
γιατί δεν ήταν αυτού του κόσμου μήτε και περιστέρι.
Η μάνα του δεν είχε αγαπήσει πριν τον αποκτήσει.
Δεν ήταν γυναίκα. Ήταν μια σκευοθήκη
που μέσα της ήρθε από τον ουρανό.
Κι ήθελαν αυτός, που γεννήθηκε μόνο από μητέρα,
και δεν είχε ποτέ πατέρα για να τον αγαπήσει και να τον σέβεται,
να κηρύσσει την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη!

Μια μέρα που ο Θεός κοιμόταν
και το Άγιο Πνεύμα πετούσε τριγύρω,
πήγε στο κουτί με τα θαύματα κι έκλεψε τρία.
Με το πρώτο έκανε να μην καταλάβει κανείς πως
το ΄χε σκάσει.
Με το δεύτερο έγινε για πάντα άνθρωπος και παιδί.
Με το τρίτο έκανε έναν Χριστό αιώνια εσταυρωμένο
και τον άφησε καρφωμένο στο σταυρό που υπάρχει
στον ουρανό
και χρησιμεύει για πρότυπο όλων των σταυρών.
Έπειτα ανέβηκε ως τον ήλιο
και κατέβηκε με την πρώτη αχτίδα που βρήκε.

Σήμερα ζει μαζί μου στο χωριό.

Fernando Pessoa

35 Σονέτα (του ετερώνυμου Αλεξάντερ Σερτς)

Ι

Είτε γράφουμε είτε μιλάμε είτε απλώς κοιταζόμαστε
Πάντα απόντες είμαστε. Αυτό που είμαστε
Δε μεταγγίζεται σε λόγια ή σε βιβλίο.
Η ψυχή μας βρίσκεται στο άπειρο μακριά.
Όσο πολύ κι αν δίνουμε στη σκέψη μας τη θέληση
Να γίνει η ψυχή μας, να την κινήσει προς τα έξω,
Οι καρδιές μας είναι ακόμα αμέτοχες.
Του εαυτού μας γνώστες δεν είμαστε.
Από ψυχή σε ψυχή να γεφυρωθεί δε γίνεται η άβυσσος.
Με καμιά δεξιότητα του σκέπτεσθαι,
Με καμιά απάτη του φαίνεσθαι.
Στο βαθύτερο εγώ μας, είμαστε αγεφύρωτοι
Τη στιγμή που θα μπορούσαμε να εκστομίσουμε
Στη σκέψη μας την ύπαρξή μας.
Είμαστε τ' όνειρο του εαυτού μας, ψυχές που αντιφεγγίζουν,
Και ο καθένας για τον άλλο ονειρεύεται όνειρα άλλου.

Fernando Pessoa

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Μετανάστες


Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

(μτφ. Μάριος Πλωρίτης)
Berthold Brecht